Η ιστορία του κέτσαπ

Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν liquamen τον πρόγονο του κέτσαπ, μια σάλτσα που συνόδευε κυρίως τα ψάρια και παρασκευαζόταν από ξίδι, λάδι, πιπέρι και πολτό από αποξηραμένες αντζούγιες.






Τον 17ο αι., οι Κινέζοι απολάμβαναν κι αυτοί τα ψάρια τους συνοδεία μιας πικάντικης σάλτσας από αντζούγιες, καρύδια, μανιτάρια και φασόλια, την οποία ονόμαζαν ke-tsiap ή kecap.

Στη συνέχεια, η σάλτσα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στη Σιγκαπούρη και στη Μαλαισία, απ’ όπου βρετανοί ναυτικοί την έφεραν και τη διέδωσαν στην Αγγλία. Εκεί πήρε το όνομα ketchup, καθώς και ιδιαίτερη θέση σε όλα τα βιβλία μαγειρικής.

Οι ντομάτες προστέθηκαν στο μείγμα το 1790, στη Νέα Αγγλία των ΗΠΑ. Το 1876, ο Henry J. Heinz κάνει την πρώτη μαζική παραγωγή κέτσαπ, την εμφιαλώνει και κατακλύζει την αγορά, με το διαφημιστικό μότο: «Ευλογημένη ανακούφιση για τη Μητέρα και τις άλλες νοικοκυρές του σπιτιού».



Έκτοτε, η συνταγή του παραμένει η ίδια. Οι ντομάτες είναι πλούσιες σε λυκοπένιο, ένα καροτενοειδές (φυσική χρωστική ουσία) που τους δίνει το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα τους και λειτουργεί ως εξαιρετικό αντιοξειδωτικό κατά του καρκίνου, των καρδιακών παθήσεων και των ελεύθερων ριζών. Απορροφάται, δε, καλύτερα από τα μαγειρεμένα προϊόντα ντομάτας που περιέχουν λίπος, μιας και είναι λιποδιαλυτό.

Πηγή