Για τις γυναίκες με επιληψία, ο έλεγχος των κρίσεων κατά τη διάρκειας μιας εγκυμοσύνης είναι πολύ σημαντικός. Ωστόσο, η έκθεση σε ορισμένα αντιεπιληπτικά φάρμακα (ΑΕΦ) μπορεί να είναι επιβλαβής για την ανάπτυξη των εμβρύων.
Για τον λόγο αυτό ο σχεδιασμός της εγκυμοσύνης στις γυναίκες αυτές συνοδεύεται από ορισμένες πολύ δύσκολες αποφάσεις και θα πρέπει να λαμβάνουν πάντα τη συμβουλή ενός ειδικού.
Διάφορες μελέτες έχουν διερευνήσει συγκεκριμένα ΑΕΦ για ανεπιθύμητες ενέργειες, αλλά έως τώρα δεν έχει βρεθεί το «ιδανικό» φάρμακο για την εγκυμοσύνη. Ακόμα και είχε βρεθεί ωστόσο, δεν θα ωφελούσε τους πάντες, φυσικά, καθώς ορισμένες γυναίκες δεν θα ανταποκρίνονταν σε αυτό. Υπάρχουν ακόμα πολλά κενά στον τομέα αυτό, κάτι που καθιστά την λήψη αποφάσεων ιδιαίτερη πρόκληση.
Τι γνωρίζουμε λοιπόν για τα ΑΕΦ και την εγκυμοσύνη; Παρακάτω θα βρείτε μια γενική σύνοψη των έως σήμερα στοιχείων:
Η έκθεση στα παλαιότερα ΑΕΦ, όπως η φαινοβαρβιτάλη, η φαινυντοΐνη, η καρβαμαζεπίνη και (ειδικά) το βαλπροϊκό οξύ, έχει δειχθεί ότι αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρών συγγενών διαταραχών, περιλαμβανομένης της δισχιδούς ράχης και της υπερωιοσχιστίας. Ωστόσο, αυτό δεν έχει βρεθεί να ισχύει για τα νεότερα ΑΕΦ, όπως η λαμοτριγίνη, η οξκαρβαμαζεπίνη, η τοπιραμάτη, η γκαμπαπεντίνη και η λεβιτιρακετάμη. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει κάποιος κίνδυνος για μικρότερες διαταραχές, μιας και το ενδεχόμενο αυτό δεν έχει διερευνηθεί.
Μια σειρά μελετών έχουν συνδέσει επίσης την έκθεση σε βαλπροϊκό οξύ (αλλά όχι σε φαινυντοΐνη ή καρβαμαζεπίμη) ενδομητρίως με κίνδυνο καθυστέρησης της γλωσσικής και γνωστικής ανάπτυξης (και πραγματικά οι ιατρικές οδηγίες συστήνουν την αποφυγή του βαλπροϊκού οξέος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αν είναι εφικτό). Τα υπάρχοντα δεδομένα είναι προς το παρόν ελλιπή για τα νεότερα ΑΕΦ, αν και η λαμοτριγίνη έχει μελετηθεί και αναφερθεί ως «ασφαλής». Δυστυχώς ωστόσο, η λαμοτριγίνη έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο κρίσεων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (οι συνέπειες των οποίων στο αγέννητο ακόμα μωρό μένει να διερευνηθούν).
Η λεβετιρακετάμη προτείνεται αρκετά συχνά από τους ειδικούς για την εγκυμοσύνη, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν ανεπαρκή αξιόπιστα δεδομένα για τη σύσταση αυτή. Για να αντιμετωπίσουν το θέμα αυτό, ερευνητές από το Liverpool και το Belfast μελέτησαν τις επιπτώσεις της έκθεσης σε λεβετιρακετάμη στην όψιμη γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη και τις συνέκριναν με την ανάπτυξη παιδιών που γεννήθηκαν από γυναίκες που δεν έπασχαν από επιληψία και δεν λάμβαναν φάρμακα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (δείκτες). Η ομάδα εξέτασε επίσης παιδιά που γεννήθηκαν από γυναίκες που λάμβαναν βαλπροϊκό οξύ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για σύγκριση με την ομάδα της λεβετιρακετάμης.
Η μελέτη συμπεριέλαβε συνολικά 248 παιδιά ηλικίας μεταξύ 3 και 4,5 ετών από όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Πενήντα τρία από τα παιδιά είχαν εκτεθεί σε λεβετιρακετάμη ενδομητρίως, 44 είχαν εκτεθεί σε βαλπροϊκό οξύ και 151 ήταν δείκτες. Οι γνωστικές και γλωσσικές ικανότητες όλων των παιδιών εκτιμήθηκαν με χρήση τυπικών κλιμάκων μέτρησης – την Griffiths Mental Development Scales και την Reynell Language Development Scale. Στις κλίμακες αυτές, η βαθμολογία, διορθωμένη ως προς την ηλικία, κυμαινόταν από 50-150, με το εύρος από 85-115 να αποτελεί το «φυσιολογικό». Οι μέσες βαθμολογίες από την κάθε ομάδα υπολογίστηκαν (για κάθε εξέταση) και χρησιμοποιήθηκαν στατιστικές μέθοδοι για τις σχετικές συγκρίσεις.
Όταν εξετάσθηκαν τα δεδομένα, η ομάδα βρήκε ότι τα παιδιά που είχαν εκτεθεί σε λεβετιρακετάμη πριν την γέννησή τους δεν διέφεραν από τους δείκτες σε καμιά από τις πραγματοποιηθείσες εξετάσεις. Για το λόγο αυτό, όταν συγκρίθηκαν οι ομάδες του βαλπροϊκού και της λεβετιρακετάμης, η ομάδα του βαλπροϊκού οξέος σημείωσε, κατά μέσο όρο, 15,8 βαθμούς χαμηλότερα για τις αδρές κινητικές ικανότητες (τις ικανότητες ελέγχου μεγάλου μυικών ομάδων που απαιτούνται για τη βάδιση, το τρέξιμο κλπ), 6,4 βαθμούς λιγότερους στην γλωσσική κατανόηση και 9,5 βαθμούς λιγότερους στη γλωσσική έκφραση.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι ευπρόσδεκτα, καθώς υποστηρίζουν ότι η λήψη της λεβετιρακετάμης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν θέτει την μελλοντική γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη του εμβρύου σε κίνδυνο. Αυτό μαζί με προηγούμενα στοιχεία (ότι η λεβετιρακετάμη δεν συνδέεται με μείζονες συγγενείς διαταραχές), είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τις νέες γυναίκες που απαντάνε στην λεβετιρακετάμη. Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να ελεγχθεί να η λεβετιρακετάμη δεν έχει άλλες παρενέργειες από αυτές που μελετήθηκαν. Ωστόσο, οι ειδικοί θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις νέες αυτές πληροφορίες, όταν βοηθούν τις γυναίκες με επιληψία να προγραμματίσουν τις εγκυμοσύνες τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου