H επίδραση της τηλεοπτικής απεικόνισης των σύγχρονων μεθόδων εξιχνίασης του εγκλήματος στην εμπέδωση του νόμου και την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (το σύνδρομο του C.S.I.).
της Γεωργίας Χατζηθεοδώρου,
Δικηγόρου, Υπ. Διδ.
1. Εισαγωγικές επισημάνσεις
Την 8.12.2008 το πρακτορείο ειδήσεων, Associated Press, ανακοίνωσε ότι το ποσοστό διαλεύκανσης των ανθρωποκτονιών στις Η.Π.Α. από το FBI είχε μειωθεί περίπου 30% σε σχέση με εκείνο που ίσχυε κατά το έτος 19632. Το αυτό ποσοστό εξιχνίασης διατηρείται μέχρι και σήμερα3. Τούτο, βεβαίως, συνιστά μία αντανάκλαση πολλών παραγόντων, όπως η πληθυσμιακή αύξηση και η εν γένει αρτιότερη οργάνωση του εγκλήματος και των εμπλεκομένων σε αυτό. Ωστόσο, θα ανέμενε κανείς ότι, η πρόοδος των ανακριτικών μεθόδων και οι νέες δυνατότητες εξιχνίασης που προσφέρει η τεχνολογία (από τα δακτυλικά αποτυπώματα έως τη μέθοδο ανάλυσης DNA), καθώς και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι κάμερες παρακολούθησης και τα «έξυπνα» κινητά βρίσκονται πλέον σχεδόν παντού θα αποστερούσαν από τους εγκληματίες κάθε δυνατότητα διαφυγής. Τούτο, όμως, δεν φαίνεται να ισχύει. Το έγκλημα παραμένει, δυστυχώς, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και δεν είναι κάτι που αντιμετωπίζεται εύκολα.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία έτη, τα media4, δηλαδή, όλα εκείνα τα μέσα που απαρτίζουν την έννοια της σύγχρονης ψυχαγωγίας, ενημέρωσης και επικοινωνίας, έχουν ωθήσει τους περισσότερους από εμάς να πιστέψουμε ότι τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα είναι ικανά να διαλευκάνουν κάθε έγκλημα.
Η υψηλή τηλεθέαση της σειράς CSI5 και αναρίθμητων άλλων τηλεοπτικών σειρών αστυνομικού περιεχομένου, οι οποίες όλες θέτουν ως βάση εξιχνίασης του εγκλήματος την επιστήμη (πχ NCIS, Cold Case, Bones, Criminal Minds κ.ά.), έχουν προσφέρει στο τηλεοπτικό κοινό μία εξαιρετικά διαστρεβλωμένη οπτική των δυνατοτήτων που διαθέτουν οι αστυνομικές αρχές. Οι αστυνομικές αυτές σειρές ακολουθούν όλες μία συγκεκριμένη διαδικασία εξιχνίασης του εγκλήματος, αφού έχουν πάντοτε μία σταθερή δομή, η οποία συνοψίζεται: α) στην ανεύρεση ενός πτώματος, β) στην διερεύνηση του τόπου του εγκλήματος από τους ειδικούς, γ) στην ανακάλυψη στοιχείων από τις διωκτικές αρχές και δ) στην σύλληψη του δράστη (η οποία συνήθως έπεται της ομολογίας του), καθώς ο τελευταίος βρίσκεται αντιμέτωπος με αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία6.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφενός έχουν αυξήσει δραματικά τις προσδοκίες των δικαστών, των δικηγόρων και των (εν δυνάμει) ενόρκων σχετικά με την δυνατότητα και την ταχύτητα διαλεύκανσης ενός εγκλήματος, αφετέρου, έχουν δώσει στους παρανομούντες την απαραίτητη γνώση και διορατικότητα σχετικά με το πώς πρέπει να ενεργούν και τα λάθη που πρέπει να αποφεύγουν, έτσι ώστε να μην συλληφθούν7. Δημιουργείται, με τον τρόπο αυτό, ένας «μύθος» γύρω από την πραγματικότητα και τις ρεαλιστικές δυνατότητες της ανακριτικής επιστήμης.
Oι τηλεοπτικές αυτές σειρές είχαν τόσο μεγάλη απήχηση –σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο- έτσι ώστε να δημιουργηθεί για την εξήγηση του ως άνω φαινομένου ένας νέος όρος, βασιζόμενος στην πλέον επιτυχημένη (τηλεοπτική σειρά) μεταξύ αυτών8, το λεγόμενο «CSI-Effect» ή και CSI-Syndrome9, ήτοι η «επίδραση ή το σύνδρομο του CSI».
Σε τούτο το χώρο, θα ασχοληθούμε, αφενός, με την διερεύνηση του πολυδιάστατου περιεχομένου αυτού του όρου και αφετέρου, με τις σχετικές επιστημονικές έρευνες και μελέτες που έχουν εκπονηθεί για την κατανόηση αυτού και των ποικίλων συνεπειών του, εάν αυτές πράγματι υπάρχουν.
2. Εννοιολογική προσέγγιση του όρου
Ο όρος «CSI-Effect» εισχώρησε στο κοινό λεξιλόγιο περί τα τέλη του 2002 μέσω ενός άρθρου του περιοδικού ΤΙΜΕ10. To άρθρο αυτό προσδιόριζε το περιεχόμενό του ως «… μία συνεχώς αναπτυσσόμενη προσδοκία του κοινού ότι τα αστυνομικά εγκληματολογικά εργαστήρια μπορούν να επιτύχουν ό,τι και τα τηλεοπτικά (εργαστήρια) επιτυγχάνουν». Ακόμη και σε αυτό το «πρώιμο» κείμενο η αντίληψη ότι οι ένορκοι (και όχι μόνον αυτοί) μπορούν να επηρεασθούν, να «διαβρωθούν» από αυτή την προσδοκία ήταν κάτι περισσότερο από εμφανής11.
Ο όρος εμφανίσθηκε ξανά σποραδικά το 2003, σε μεγαλύτερο βαθμό το 2004, ενώ το 2005 η συχνότητα αναφοράς αυτού από τα media εκτινάχθηκε12. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναζήτηση του όρου σε επιστημονικές βάσεις δεδομένων13 εμφανίζει σήμερα εκατοντάδες αποτελέσματα, τόσο ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων όσο και άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά. Μάλιστα, κορυφαία επιστημονικά περιοδικά όπως το National Geographic και το Scientific American επέλεξαν το θέμα αυτό για το εξώφυλλό τους14.
Ο όρος «CSI-Effect», υπό τη στενή ερμηνεία του, αναφέρεται στην (πιθανή ή φερόμενη) επίδραση που έχουν οι ως άνω τηλεοπτικές σειρές στην τελική έκβαση μίας ποινικής δίκης15. Υπό την ευρεία έννοιά του, ο όρος αυτός αναφέρεται στη δυναμική σχέση που δημιουργείται και συνεχώς αναπτύσσεται μεταξύ της «τηλεοπτικής» πραγματικότητας και αυτού που οι περισσότεροι θεωρούμε ως νομική και δικανική πραγματικότητα16.
Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο του όρου αυτού δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί εννοιολογικά, με αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η ανεύρεση ενός ικανοποιητικού ορισμού. Θα μπορούσε, ίσως, να υποστηριχθεί ότι φέρει τα γνωρίσματα μίας διαθετικής έννοιας, η οποία δεν επιδέχεται έναν πλήρη ορισμό17. Η προσπάθεια κωδικοποίησης, πάντως, του πολυποίκιλου περιεχομένου του μπορεί να αναδείξει έξι (τουλάχιστον) διαφορετικές τυπολογίες της επίδρασης αυτού18:
α) την επίδραση «της ισχυρής ποινικής δίωξης»,
β) την επίδραση της «αδύναμης ποινικής δίωξης»,
γ) την επίδραση της «υπεράσπισης»,
δ) την επίδραση του «ενόρκου»,
ε) την επίδραση του «εκπαιδευτικού» και
στ) την επίδραση των «αστυνομικών αρχών».
α) Η επίδραση της «ισχυρής» ποινικής δίωξης: Η πιο αυθεντική, ίσως, εκδοχή του φαινομένου είναι εκείνη που αναφέρεται στην εσφαλμένη αθώωση από τους ενόρκους19 των κατηγορουμένων εκείνων, οι οποίοι, ελλείψει των συγκεκριμένων τηλεοπτικών σειρών, θα καταδικάζονταν. Η εκδοχή αυτή είναι εκείνη η οποία τυγχάνει της μεγαλύτερης προβολής από τα ΜΜΕ (πρωτίστως στις ΗΠΑ). Οι εισαγγελικές αρχές αναφέρονται συχνά σε περιπτώσεις όπου απαλλάσσονται κατηγορούμενοι εξαιτίας της ανυπαρξίας «πραγματικών» αποδεικτικών στοιχείων, όπως το DNA ή τα δακτυλικά αποτυπώματα. Για παράδειγμα, σε μία δίκη που έλαβε χώρα στην Πολιτεία του Κάνσας στις Η.Π.Α.20, οι ένορκοι απάλλαξαν έναν κατηγορούμενο για τη διάρρηξη ενός διαμερίσματος, παρά την ύπαρξη αυτόπτη μάρτυρα και την ομολογία του ιδίου (!) μετά από την καταδίωξή του από αστυνομικούς, καθώς (οι ένορκοι) αναζητούσαν μάταια προς στοιχειοθέτηση της κατηγορίας την ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων επί ενός πορτοφολιού, ενώ, στο Maryland, οι εισαγγελικές αρχές υποστήριξαν ότι οι ένορκοι απήλλαξαν κάποιον που κατηγορείτο για την ανθρωποκτονία της φίλης του επειδή ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος δεν εξετάστηκε από τα εγκληματολογικά εργαστήρια21!
Ίσως, όμως, η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της εκδοχής του φαινομένου είναι εκείνη της δίκης του Robert Blake, πρωταγωνιστή της αστυνομικής σειράς της δεκαετίας του 1970, Baretta. Ο Blake αθωώθηκε το 2005 από τους ενόρκους για το φόνο της συζύγου του. Τούτο οδήγησε τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας του Los Angeles, Steve Cooley, να δηλώσει, μετά το πέρας της δίκης, ότι, οι ένορκοι υπήρξαν στην περίπτωση αυτή «απίστευτα αφελείς»22. Ο Cooley απέδωσε το δικαστικό αποτέλεσμα στο ως άνω φαινόμενο, καθώς ο Blake αθωώθηκε για το λόγο ότι, αν και κατηγορείτο ότι πυροβόλησε τη σύζυγό του, δεν βρέθηκε κανένα ίχνος από τον πυροβολισμό στο σώμα ή τα ρούχα του23.
β) Η επίδραση της «αδύναμης» ποινικής δίωξης: Η εκδοχή αυτή αποτελεί, τρόπον τινά, μία συνέχεια και συνέπεια της προηγούμενης. Αφορά στο πώς χειρίζονται οι εισαγγελικές αρχές μία υπόθεση, προκειμένου να αποφύγουν μία ενδεχόμενη αθώωση του κατηγορουμένου από τους ενόρκους ελλείψει πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων. Οι εισαγγελικές αρχές λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, έτσι ώστε να αποτρέψουν τους ενόρκους να βασιστούν στις προσδοκίες που απορρέουν από την παρακολούθηση των ως άνω τηλεοπτικών προγραμμάτων. Για το σκοπό αυτό, δίνουν περισσότερο βάρος όχι στα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά στην εξήγηση, ήτοι την αιτιολόγηση και δικαιολόγηση της έλλειψης των υπολοίπων πραγματικών-επιστημονικών αποδείξεων. Η επίδραση αυτή δεν επιφέρει, δηλαδή, μία αλλαγή στο τελικό αποτέλεσμα μίας ποινικής δίκης, αλλά στην τακτική και τον χειρισμό της υπόθεσης από την πλευρά των διωκτικών αρχών24.
γ) Η επίδραση της «υπεράσπισης»: Η τυπολογία αυτή αποκαλείται και ως το «αντίστροφο» CSI-Effect25. Είναι η εκδοχή, η οποία είχε αρχικώς προβλεφθεί ως η πιθανότερη, τόσο από τις εισαγγελικές αρχές όσο και από τους συνηγόρους υπεράσπισης. Το περιεχόμενό της εδράζεται στο γεγονός ότι η εξαιρετικά θετική απεικόνιση των επιστημόνων που απασχολούνται στα αστυνομικά εγκληματολογικά εργαστήρια του CSI και άλλων τηλεοπτικών σειρών ενδέχεται να ενισχύσει την αξιοπιστία των επιστημόνων που καταθέτουν σε ποινικές δίκες ως ειδικοί πραγματογνώμονες. Μάλιστα, η παραγωγός του CSI, Elizabeth Devine, υποστήριξε ότι «η σειρά μετατρέπει τους επιστήμονες σε ήρωες»2.6
H ταχύτητα και το αλάθητο των τηλεοπτικών επιστημόνων -ουδέποτε καταδικάζεται ο λάθος άνθρωπος και ουδέποτε το εργαστήριο σφάλλει- αυξάνει δίχως άλλο την δημόσια εμπιστοσύνη στους μάρτυρες ειδικών γνώσεων και, με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνει και τους συνηγόρους (ή τους κατηγόρους) στο έργο τους. Τούτο, βεβαίως, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μίας μονόπλευρης αντίληψης του νόμου και της δικαιοσύνης, καθώς οι ένορκοι ενδέχεται να θεωρήσουν ως μόνη κρίσιμη διαδικασία την αστυνομική έρευνα και άμα τη εμφανίσει επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων, όπως το DNA, να θεωρήσουν ότι η διανοιγείσα δίκη είναι απλώς μία τυπική διαδικασία που επιβεβαιώνει τα αστυνομικά επιστημονικά ευρήματα.27 Παρατηρείται, δηλαδή, παραλλήλως και μία αρνητική όψη της επίδρασης αυτής, η οποία συνίσταται στη δημιουργία μη ρεαλιστικών προσδοκιών σχετικά με τις δυνατότητες των επιστημονικών αστυνομικών εργαλείων εξιχνίασης του εγκλήματος28.
δ) Η επίδραση του «ενόρκου»: Η εκδοχή αυτή αναφέρεται στην επιμορφωτική αξία της τηλεοπτικής σειράς και ειδικότερα στο ότι έχει αφυπνίσει το κοινό γύρω από το περιεχόμενο και τις πολλαπλές δυνατότητες της ανακριτικής επιστήμης με αποτέλεσμα, όταν εις εξ αυτού βρεθεί στη θέση του ενόρκου να μπορεί να εκτιμήσει ορθότερα πχ μία τεχνική πραγματογνωμοσύνη ή τη μαρτυρική κατάθεση ενός ειδικού επί του αντικειμένου επιστήμονα.29
ε) Η επίδραση του «εκπαιδευτικού»: Η τυπολογία αυτή αναφέρεται αφενός στην αξιοποίηση του αυξημένου ενδιαφέροντος των μαθητών -εξαιτίας της παρακολούθησης τηλεοπτικών σειρών τύπου CSI κλπ- για τις μεθόδους εγκληματολογικών ερευνών και αφετέρου στη βελτίωση των γνώσεών τους και της εν γένει απόδοσής τους στις Θετικές Επιστήμες ή/και την Εγκληματολογία.30 Οι μαθητές, με άλλα λόγια, ανταποκρίνονται θετικά στο εν λόγω υλικό επειδή το ενδιαφέρον τους για την εφαρμογή των εγκληματολογικών μεθόδων στην εξιχνίαση ποινικών υποθέσεων τους παρέχει ένα ενθαρρυντικό πλαίσιο εντός του οποίου μπορούν να ενισχύσουν τις γνώσεις τους στη Χημεία και άλλες συναφείς επιστήμες.31 Οι σχετικές ιατροδικαστικής φύσης δραστηριότητες μπορούν να παρέξουν στους μαθητές μία ευκαιρία όχι μόνο να εξοικειωθούν με την επιστήμη αυτή, αλλά, και να διδαχθούν τους αντίστοιχους ηθικούς κώδικες που τη διέπουν και σχετίζονται τόσο με την επιστημονική αλήθεια, την κριτική ανάλυση και την αντικειμενικότητα όσο και με την δικαιοσύνη και τον επαγγελματισμό32.
Υπάρχουν, βεβαίως, και αντίθετες απόψεις, οι οποίες τονίζουν τις αρνητικές συνέπειες της συγκεκριμένης τυπολογίας. Αναφέρουν, δηλαδή, αφενός ότι οι φοιτητές τέτοιων σχολών (πχ Βιολογίας) ενδέχεται να παρατήσουν τις σπουδές τους εξαιτίας της απογοήτευσης που θα δοκιμάσουν όταν διαπιστώσουν ότι η τηλεοπτική πραγματικότητα πόρρω απέχει από την εργαστηριακή πραγματικότητα, αφετέρου ότι το έντονο ενδιαφέρον για αυτές τις επιστήμες δύναται να οδηγήσει ακόμη και σε φαινόμενα εγκληματογένεσης33.
στ) Η επίδραση των «αστυνομικών αρχών»: Η εκδοχή αυτή παραπέμπει στον «εκπαιδευτικό» χαρακτήρα που δύνανται να έχουν οι τηλεοπτικές αυτές σειρές για τους ίδιους τους εγκληματίες. Οι παρανομούντες φαίνεται ότι διδάσκονται από την τηλεόραση τον τρόπο να αποφύγουν τον εντοπισμό τους από τις αστυνομικές αρχές, ενώ, μάλιστα, φημολογείται ότι οι σειρές τύπου CSI είναι ιδιαιτέρως δημοφιλείς στα σωφρονιστικά ιδρύματα για αυτόν ακριβώς το λόγο34. Αρκετοί αστυνομικοί επισημαίνουν ότι το έργο τους δυσχεραίνεται καθώς οι εγκληματίες προσέχουν πλέον και δεν αφήνουν ίχνη, καθώς λχ χρησιμοποιούν χλωρίνη για να εξαφανίσουν τους λεκέδες από αίμα και πλαστικά γάντια για να μην αφήσουν αποτυπώματα, ενώ, αφαιρούν τυχόν αποτσίγαρα από τον τόπο του εγκλήματος κ.ά.35
3. Σχετικές έρευνες
Αν και συναντάται μία πληθώρα ακαδημαϊκών συγγραμμάτων που αποπειρώνται να προσεγγίσουν το «σύνδρομο του CSI»36 (ή και εν γένει την επίδραση των τηλεοπτικών προγραμμάτων στο κοινό37), οι περισσότερες από αυτές τις προσπάθειες κινούνται σε θεωρητικό επίπεδο και δεν συνοδεύονται από εμπειρικά δεδομένα. Μόνο ένας μικρός αριθμός μελετών έχει προσεγγίσει το ζήτημα του «συνδρόμου CSI» εμπειρικά, μέσω της διεξαγωγής έρευνας ανάμεσα σε φοιτητές, δικηγόρους ή εν δυνάμει ενόρκους, ήτοι άτομα που έχουν κληθεί να εκτελέσουν, κατόπιν επιλογής, χρέη ενόρκου σε ποινική δίκη (Kim Y. και συνεργάτες, 200938). Ακολούθως, γίνεται μία σύντομη επισκόπηση των σημαντικότερων εξ αυτών.
Α) Η Kimberlianne Podlas (2006),39 Επίκουρη Καθηγήτρια στο North Carolina University, διεξήγαγε έρευνα μεταξύ 306 φοιτητών σχετικά με τις τηλεοπτικές τους συνήθειες και τους ζήτησε να εκδώσουν ετυμηγορία σε μία υποθετική περίπτωση βιασμού καθώς και να αιτιολογήσουν την σχετική κρίση τους. Οι μετέχοντες στην έρευνα έπρεπε να κρίνουν αν η σεξουαλική πράξη ήταν συναινετική ή όχι, ενώ το αν αυτή πράγματι έλαβε χώρα δεν αποτελούσε αντικείμενο της έρευνας. Σημειωτέον ότι το υποθετικό αυτό σενάριο δεν περιλάμβανε καμία πληροφορία σχετικά με επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως το DNA, δακτυλικά αποτυπώματα κ.ά.
Η Podlas διαπίστωσε ότι το 86% των ερωτηθέντων έκριναν τον κατηγορούμενο ως αθώο, δεδομένου ότι η πράξη κρίθηκε ως συναινετική καθώς και ότι δεν υπήρχε οιαδήποτε στατιστική διαφοροποίηση μεταξύ εκείνων που παρακολουθούσαν τηλεοπτικές σειρές (όπως το CSI) και εκείνων που δεν παρακολουθούσαν τέτοιου είδους προγράμματα. Περαιτέρω, η έρευνα κατέδειξε ότι αμφότερες των κατηγοριών των ερωτηθέντων (ήτοι, τηλεθεατές αστυνομικών σειρών τύπου CSI και μη) στήριξαν την ετυμηγορία τους σε παρόμοιο αριθμό αιτιολογιών που παρέπεμπαν στη φιλοσοφία και τη λογική εκπομπών όπως το CSI. H Podlas, κατόπιν τούτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε οιαδήποτε επίδραση του συνδρόμου CSI στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης των συμμετεχόντων στην έρευνα και δη τέτοια που να κινείται κατά των επιδιώξεων των διωκτικών αρχών40.
Β) Οι Schweitzer και Saks του Πανεπιστημίου της Arizona διενήργησαν με τη σειρά τους το 200741 μία έρευνα με φοιτητές. Ειδικότερα, διένειμαν σε (48) φοιτητές τα πρακτικά μίας ποινικής δίκης και τους ζήτησαν να αξιολογήσουν τις αντιλήψεις τους σχετικά με τη δίκη και το πραγματικό αποδεικτικό υλικό. Επίσης, «μέτρησαν» τις τηλεοπτικές τους συνήθειες αναλόγως του αν παρακολουθούσαν αστυνομικές σειρές τύπου CSI ή απλώς αστυνομικές σειρές γενικού περιεχομένου42. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τηλεθεατές εκπομπών τύπου CSI εμφάνιζαν μεγαλύτερο σκεπτικισμό σχετικά με την αποδοχή ασαφών ή αβέβαιων αποδεικτικών στοιχείων και έτειναν να μην καταδικάζουν τους κατηγορουμένους. Με άλλα λόγια, οι τηλεθεατές του CSI ήσαν πιο επιφυλακτικοί με το αποδεικτικό υλικό από τους υπόλοιπους. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι εκείνοι που δεν παρακολουθούν σειρές τύπου CSI τείνουν περισσότερο προς την καταδίκη από τους υπόλοιπους, ακόμη και όταν το αποδεικτικό υλικό επιδέχεται αμφισβητήσεων και τούτο διότι είναι λιγότερο ενημερωμένοι επί των σύγχρονων αποδεικτικών πρακτικών και εργαλείων.
Γ) Το 2008, ο Καθηγητής Εγκληματολογίας στο North Carolina University, D. Stevens, προσέγγισε το ζήτημα διαφορετικά και διεξήγαγε έρευνα μεταξύ 444 Αμερικανών Εισαγγελέων43. Μέσω της έρευνας, ο Stevens διαπίστωσε ότι οι Eισαγγελείς δεν επηρεάζονταν από το είδος των αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να προχωρήσουν στην άσκηση της ποινικής δίωξης ή όχι και ελάχιστοι εξ αυτών ανέμεναν την ύπαρξη high tech αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να πράξουν τούτο. Η έρευνα κατέδειξε επίσης ότι οι Eισαγγελείς στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν την κρίση των ενόρκων έκαναν χρήση «καθοριστικών» μαρτύρων (πχ ειδικών πραγματογνωμόνων), καθώς και ότι το 81% εξ αυτών έκριναν ότι οι δικαστές επηρεάζονταν σημαντικά από τα πραγματικά αποδεικτικά μέσα στον σχηματισμό της απόφασής τους.
Δ) Το 2006, ο Δικαστής, Donald Sheldon και οι Καθηγητές Εγκληματολογίας στο East Michigan University, Young Kim και Gregg Barak, εκπόνησαν μία ακόμη έρευνα με άτομα που είχαν κληθεί για να επιλεγούν ως ένορκοι44. Οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν ουσιώδεις διαφοροποιήσεις στην ροπή προς καταδίκη των κατηγορουμένων μεταξύ εκείνων που παρακολούθησαν -έστω και μία φορά- την εκπομπή CSI και εκείνων που ποτέ δεν την είδαν. Αντιθέτως, οι ανωτέρω ερευνητές έκαναν λόγο για μία γενικότερη τεχνολογική επίδραση που διαπερνούσε το σύνολο της κοινωνίας ανεβάζοντας, έτσι, τις προσδοκίες των ενόρκων γύρω από τα αποτελέσματα των αστυνομικών ερευνών για τη συλλογή του πραγματικού αποδεικτικού υλικού.
Ε) Το 2009, οι ίδιοι ερευνητές (Sheldon και συνεργάτες), αντιλαμβανόμενοι τα αντιφατικά αποτελέσματα και τις ελλείψεις των μέχρι τότε διενεργηθεισών ερευνών (πχ μικρός αριθμός ερωτηθέντων, μόνο μία εξεταζόμενη περίπτωση, μη λήψη υπόψη των ποικίλων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών και πνευματικών διαφορών μεταξύ των ερωτηθέντων κλπ)45 προχώρησαν σε μία νέα ερευνητική προσπάθεια. Αυτή τη φορά ο αριθμός των συμμετεχόντων στην έρευνα ανήρχετο σε 1.027 άτομα, που είχαν όλα κληθεί για χρέη ενόρκου σε ποινικές δίκες στην επαρχία Washtenaw στο Michigan (συνολικού πληθυσμού 340.000 κατοίκων). Οι υποθέσεις επί των οποίων θα ερωτούνταν ήσαν τρεις (μία ανθρωποκτονία, μία σωματική βλάβη και μία γενική υπόθεση που θα περιλάμβανε οιοδήποτε αδίκημα). Σε κάθε μία εκ των υποθέσεων, οι ερωτηθέντες θα αποφαίνονταν επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, βάσει της αποκλειστικής ύπαρξης είτε αυτοπτών μαρτύρων (προσωπικών αποδεικτικών μέσων) είτε πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων, όπως δακτυλικά αποτυπώματα, DNA κλπ, τα οποία δυνητικά οδηγούσαν στην ταυτοποίηση ή μη του κατηγορουμένου και την συνακόλουθη κατάφαση ή μη επί της απαλλαγής του.
Η πολυεπίπεδη αυτή έρευνα κατέδειξε ότι τα ατομικά χαρακτηριστικά των ενόρκων (λχ μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, ηλικία και φύλο) διαφοροποίησαν την τελική κρίση τους, αναλόγως και του είδους των αποδεικτικών στοιχείων που εισφέρονταν ανά περίπτωση. Ειδικότερα, στην περίπτωση που υπήρχαν μόνο πραγματικά αποδεικτικά μέσα, η φυλή, το μορφωτικό επίπεδο και το πρόβλημα της ύπαρξης υψηλής εγκληματικότητας στην περιοχή που διέμεναν συνδέθηκαν με την τάση προς καταδίκη, ενώ το φύλο και η ηλικία οδηγούσε στην καταδίκη όταν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες.
Αναφορικά προς το σύνδρομο του CSI, η έρευνα κατέδειξε ότι η έκθεση των συμμετεχόντων σε τέτοιου είδους προγράμματα δεν διαδραμάτιζε άμεσο και ουσιώδη ρόλο στην διαμόρφωση της τελικής κρίσης τους46. Είχε, ωστόσο, μία έμμεση επίδραση σε αυτή μέσω της δημιουργίας αυξημένων προσδοκιών για τεχνολογικής φύσης αποδεικτικά μέσα, οι οποίες (προσδοκίες) μείωναν την θέλησή τους να καταδικάσουν. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την έρευνα όσοι εκτίθενται συχνά σε τέτοιου είδους τηλεοπτικές σειρές, τείνουν να υποβαθμίζουν ή, έστω, να αμφισβητούν την αξία των πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων.
Από την άλλη πλευρά, η αποκλειστική ύπαρξη αυτοπτών μαρτύρων και η συνακόλουθη έλλειψη πραγματικών αποδείξεων, δεν μείωνε την θέληση των τηλεθεατών του CSI να καταδικάσουν τον κατηγορούμενο. Η έρευνα κατέδειξε ότι η τηλεοπτική έκθεση σε τέτοιες εκπομπές δρα πρωτίστως επιμορφωτικά και οδηγεί το κοινό, ήτοι τους εν δυνάμει ενόρκους, σε μία πιο προσεκτική και ενδελεχή εξέταση και αξιολόγηση των πραγματικών (ή και προσωπικών) αποδεικτικών στοιχείων.
4. Κριτική αποτίμηση του φαινομένου: Μύθος ή πραγματικότητα;
Κατόπιν των ανωτέρω, τίθεται ευλόγως το ερώτημα, εάν, το σύνδρομο του CSI είναι όντως υπαρκτό. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το CSI-effect δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ακόμη δημιούργημα των media. Η περίπτωση αυτή, μάλιστα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εν προκειμένω είναι τα media τα ίδια που παράγουν το κοινωνικό φαινόμενο που τα απασχολεί. 47
Στην ίδια κατεύθυνση της άρνησης της ύπαρξης του φαινομένου, αρκετοί υποστηρίζουν ότι η επίκληση αυτού είναι η εύκολη λύση στην οποία προσφεύγουν οι διωκτικές αρχές όταν χάνουν μία υπόθεση. Υποστηρίζεται, δηλαδή, από τις τελευταίες ότι οι ένορκοι περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία από όσα είναι πράγματι απαραίτητα για να πειστούν για την ενοχή του κατηγορουμένου.48. Συνεπεία τούτου, υποστηρίζεται49 ότι, πλέον, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την «επίδραση της επίδρασης του CSI», εννοώντας ότι η επίκληση του όρου για τη δικαιολόγηση μίας «κακής» απόφασης (είτε αυτή είναι απαλλακτική είτε όχι) από κάποιο από τα διάδικα μέρη50, λειτουργεί κατά τρόπο διαφημιστικό για αυτά, αφού αναπαράγεται και λαμβάνει ευρείας προβολής από τα media, προετοιμάζοντας, έτσι, το έδαφος για την προβολή της επόμενης δίκης τους.
Από την άλλη πλευρά, οι διενεργηθείσες μέχρι σήμερα έρευνες, λόγω των προφανών παθογενειών και αναγκαστικών περιορισμών τους, δεν δύνανται να δώσουν μία σαφή και κοινώς αποδεκτή απάντηση. Κάποιοι υποστηρίζουν51 ότι το φαινόμενο είναι απολύτως υπαρκτό, έστω και αν δεν επηρεάζει κάθε πιθανό ένορκο ή δικαστή, αλλά πάντως υπό τη μορφή του συνολικού επηρεασμού του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, ενώ άλλοι52 αναγνωρίζουν την ύπαρξη έμμεσων απλώς επιπτώσεών του στην ποινική δίκη.
Αυτό το οποίο γίνεται κοινώς αποδεκτό από τους ερευνητές, αλλά και τους θεωρητικούς, είναι η διαπίστωση μίας ασυνήθιστα ή και αδικαιολόγητα αυξημένης προσδοκίας του κοινού σχετικά με τα τεχνολογικά αποδεικτικά μέσα53.
Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί και στην ουσία του εξεταζόμενου ζητήματος, που δεν είναι άλλη από την ολοένα αυξανόμενη επιρροή της επιστήμης και της τεχνολογίας στις σύγχρονες κοινωνίες και συνακόλουθα, την σχέση αυτών με τον ίδιο το νόμο. Δεν ομιλούμε, δηλαδή, μόνο για την επίδραση του CSI, αλλά για κάτι ευρύτερο, όπως την «τεχνολογική-επιστημονική» επίδραση (tech-effect) στην απονομή της δικαιοσύνης54. Τούτο παρατηρείται διότι η σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία, και δη υπό την οπτική αυτής ως εργαλείου αντιμετώπισης του εγκλήματος, μοιάζει σήμερα ανίκητη.
Στην πραγματικότητα ο νόμος και η επιστήμη «συνεργάζονται» στενά, καθώς λχ πολλοί δικηγόροι δείχνουν να στρέφονται προς την επιστήμη όταν αντιμετωπίζουν δισεπίλυτα προβλήματα και εκείνη με τη σειρά της δείχνει να ανταποκρίνεται παρέχοντας τις σωστές απαντήσεις55. Ωστόσο, αν και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης διατηρούσε και συνεχίζει να διατηρεί συχνά υψηλές προσδοκίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας στην ξεκάθαρη διαλεύκανση των εγκλημάτων, αυτή ακριβώς η δυνατότητα της τεχνολογίας να παράγει αλήθεια είναι η (κατανοητή) αιτία της ύπαρξης μίας μορφής ανασφάλειας από την πλευρά του δικαιϊκού συστήματος56. H τεχνολογία, εξάλλου, προχωρεί με γοργά βήματα, ενώ, ο νόμος συχνά δείχνει να ακολουθεί ασθμαίνοντας57.
Με άλλα λόγια, το σύνδρομο του CSI δείχνει να ενσωματώνει την αγωνία του νομικού συστήματος περί της αμφισβήτησης της (μοναδικής;) αυθεντίας του επί της αναζήτησης και διαπίστωσης της αλήθειας από το αντίπαλο δέος, το οποίο αποκαλείται τεχνολογία∙ διαφαίνεται, δηλαδή, μία διαμάχη μεταξύ της νομικής και της επιστημονικής αλήθειας58.
Ως εκ τούτου, αποκαλύπτεται μία αδυναμία, ίσως, του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να παρέξει τις ισχυρές εκείνες αποδείξεις που χρειάζονται, απαιτούν και αναμένουν όχι μόνο οι ένορκοι ή οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, αλλά και ολόκληρη η κοινωνία.
Υποσημειώσεις
1. Για το αποκαλούμενο ως «CSI-effect» βλ. ενδεικτικώς σε: Davis G. et al. (2012) The new tech effect: Analyzing juror credibility in cases involving digital evidence, Journal of Information Systems Applied Research Vol. 5(4): 44-54, Cole S. et al. (2011) Should judges worry about the CSI effect? Court Review Vol. 47(1-2): 20-31, Durnal E.W. (2010) Crime scene investigation (as seen on TV), Forensic Science International, doi: 10.1016/j.forsciint.2010.02.015, Huey L. (2010) “I’ve seen this on CSI’’: Criminal investigators’ perceptions about the management of public expectations in the field, Crime Media Culture Vol. 6(1):50-68, Imwinkelried E. (2010) Dealing with supposed jury preconceptions about the significance of the lack of evidence: Differences between the perspective of the policymaker and that of the advocate, Thomas M. Cooley Law Review Vol. 27(1):37-56, Cole S. et al. (2009) Investigating the ‘’CSI-effect’’ effect: Media and litigation crisis in criminal law, Stanford Law Review Vol. 61: 1335-1374, Kim Y. et al. (2009) Examining the CSI effect in the cases of circumstantial evidence and eyewitness testimony: Multivariate and path analyses, Journal of Criminal Justice Vo. 37:452-460, Lawson A. (2009) Before the verdict and beyond the verdict: the CSI infection within modern criminal jury trials, Loyola University Chicago Law Journal Vol. 41: 119-173, Cooley G. (2007) The CSI effect: its impacts and potential covers, New England Law Review Vol. 41: 471-502, Cole S. et al. (2007) CSI and its effects: media, juries and burden of proof, New England Law Review, Vol. 41 (3): 435-469, Landry D. (2008) Faux science and the social construction of a risk society: a Burkean engagement with the CSI debates, Journal of the Institute of Justice and International Studies 2008: 145-157, Podlas K. (2006) “The CSI Effect”: Exposing the media myth, Fordham Intellectual Property Media and Entertainment Law Journal Vol. 16: 429-465, Stephens S. (2006) The CSI effect on crime labs, New England Law Review, Vol. 41: 591-594, Tyler T. (2006) Viewing CSI and the threshold of guilt: Managing truth and justice in reality and in fiction, Yale Law Review Vol. 115: 1050-1085, Schlar J. et al. (1999) Juror reactions to DNA evidence: errors and expectancies, Law and Human Behavior Vol. 23: 159-184.
2. Σύμφωνα με το FBI, το αντίστοιχο ποσοστό το 1963 άγγιζε το 91%, ενώ το 2008 μόλις το 63%, βλ. Durnal, όπ.π.
3. Η τελευταία επίσημη καταμέτρηση αφορά και το έτος 2011, όπου τα ποσοστά εξιχνίασης ανθρωποκτονιών κυμαίνονται γύρω στο 64%, βλ. www.fbi.gov. Eπίσης, ενδεικτικώς βλ. Hargrove T. (2010) Unsolved murder rate increasing, www.newsnet5.com.
4. Για μία σύγχρονη εννοιολογική προσέγγιση του όρου media βλ. Surette R. (2011) Media, Crime and Criminal Justive: Images, Realities and Policies (4η έκδ.), Belmont, CA: Wadsworth. Εκεί επισημαίνεται ότι τα media διακρίνονται αναλόγως: (1) του τρόπου παρουσίασης του περιεχομένου τους, ήτοι α) έντυπη παρουσίαση (λχ βιβλία, εφημερίδες), β) ηχητική παρουσίαση (λχ ραδιόφωνο, cd), γ) οπτική παρουσιαση (λχ τηλεόραση, κινηματογράφος) και δ) new media (διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ) και (2) του ίδιου του περιεχομένου τους (ενημέρωση, διαφήμιση, ψυχαγωγία και οι πιο σύγχρονες μορφές, όπως infotainment και edutainment).
5. Βλ. σχετικώς Spandoni M. (2007) CSI: Crime Scene Investigation, Television Ηeaven, www.televisionheaven.co.uk/csi.htm.
6. Bλ. Parker S. (2013) The portrayal of the American Legal System in prime tme television crime dramas, The Elon Journal of Undergraduate research in communications, vol. 4(1):108-115 (σελ. 111).
7. Βλ. Durnal, όπ.π.
8. Η τηλεοπτική σειρά, CSI: Crime Scene Investigation, ξεχώρισε, ήδη, από την εποχή που έκανε το τηλεοπτικό της ντεμπούτο (2000), καταλαμβάνοντας σε σταθερή βάση μία θέση μεταξύ των πέντε πρώτων σε τηλεθέαση σειρών και αποτελώντας την αφορμή για να δημιουργηθούν δύο νέες τηλεοπτικές σειρές, CSI:Miami (2002-2012) και CSI:New York (2004-2013), καθώς και μία σειρά παιχνιδιών, ενδυμάτων κ.ά. εμπνευσμένη από αυτήν. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, στοιχείο είναι ότι η συγκεκριμένη εκπομπή, όχι μόνο αποτελεί σημείο αναφοράς σε εκπαιδευτικά προγράμματα πχ εφαρμογής ανακριτικών-εγκληματολογικών μεθόδων κλπ, αλλά έχει εισχωρήσει και στην πολιτική αρένα. Για παράδειγμα, ο William Petersen, o ηθοποιός που κατείχε μέχρι πρότινος τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη σειρά, μίλησε στην αμερικανική Σύγκλητο προς υποστήριξη ενός νομοσχεδίου που επεδίωκε την αύξηση της κρατικής επιχορήγησης για τη δημιουργία ανεξάρτητων εγκληματολογικών εργαστηρίων ανάλυσης DNA, το λεγόμενο Paul Coverdell National Forensic Sciences Improvement Act. Βλ. σχετικώς Landry, όπ.π. σελ. 145 και Davis (2012), όπ.π. και Schlar (1999), όπ.π. Φυσικά, σήμερα, παρατηρείται μία πληθώρα τέτοιου είδους τηλεοπτικών σειρών, οι οποίες δημιουργήθηκαν συνεπεία της τεράστιας απήχησης του CSI στο τηλεοπτικό κοινό, βλ. Shelton D. et al. (2006) A study of juror expectations and demands concerning scientific evidence: does the CSI-effect really exist? Vanderbilt Journal of Entertainment and Tech. Law vol. 9(2): 331-368.
9. Βλ. Durnal, όπ.π. και Dowler K. et al. (2006) Constructing crime: media, crime and popular culture, Canadian Journal of Criminology and Criminal Justice, Vol. 48(6): 837-850.
10. Βλ. Κluger J. et al. (2002) How science solves crimes, TIME (21.10.2002), www.time.com.
11. Βλ. Cole et al. (2011), σελ. 22.
12. Βλ. Ramsland K. (2013) The CSI - syndrome, Crime Library 2013:1-13 και Google Trends (2013) Διαδικτυακή αναζήτηση του όρου «CSI Effect» παγκοσμίως, από το 2004 έως σήμερα (γραφική απεικόνιση), www.google.com/trends/explore.
13. Όπως το LexisNexis, που περιλαμβάνει, κυρίως, κείμενα νομικού περιεχομένου.
14. Βλ. Cooley (2007) όπ.π., Lawson (2009), όπ.π., Podlas (2006) όπ.π., Tyler (2006) όπ.π., Ηοuck M. (2006) CSI Reality, Scientific American (26.07.2006) και Lovgren St. (2005) CSI - Science eluding real life crime lab, Study finds, National Geographic News (8.08.2005) http://news.nationalgeographic.com/news/2005/08/0808_050808_forensics.html.
15. Βλ. Kim et al., σελ. 452.
16. Βλ. Mopas M. (2007) Examining the CSI-Effect through an ANT lens, Crime Media Culture Vol. 3: 110-117.
17. Για τις διαθετικές έννοιες βλ. ενδεικτικώς Μυλωνόπουλος Χ., Οι διαθετικές έννοιες στο ποινικό δίκαιο, Υπερ 1993/247επ.
18. Βλ. Cole et al. (2007), σελ. 447 επ. και Cole et al. (2009), σελ. 1345επ. και Cole et al. (2011), σελ. 22επ. Αναφορικά προς την επίδραση της ισχυρής ποινικής δίωξης βλ. διεξοδικά και Imwinkelried (2010), σελ. 40επ.
19. Είναι προφανές ότι με τη μορφή αυτή το CSI-effect συναντάται, κυρίως, στις χώρες που εφαρμόζεται το αγγλοσαξωνικό δικαιϊκό σύστημα, το οποίο στηρίζεται εν πολλοίς στο σώμα των ενόρκων.
20. Βλ. Rice G. (2005) TV is making jurors suspicious about evidence: CSI courtroom stalemates increase, Kansas City Star (10.08.2005).
21. Βλ. Walker C. (2005) CSI (T.V. Crime Dramas) affects the American Criminal Justice System, (Ιούνιος 2005), www.americanmafia.com/feature_articles_301.html.
22. Keller J. (2005) D.A.: Blake Jury “Incredibly Stupid”, EONLINE.COM, (24.03.2005), www.eonline.com/news/article/index.jsp?uuid=f2383e41-bf11-4188-8eda-b0127ce8795a.
23. Βλ. Κeller, όπ.π.
24. Βλ. Cole et al. (2007) σελ. 449.
25. Έτσι, Cole et al. (2007), σελ. 449 και Tyler T. (2006) Viewing CSI and the threshold of guilt: Managing truth and justice in reality and fiction, Yale Law Journal Vol. 115: 1050επ. και 1055επ.
26. Βλ. Walker (2005), όπ.π.
27. Βλ. Tyler, σελ. 1073.
28. Μάλιστα, τα προγράμματα αυτά, πολλές φορές (σε ποσοστό 40%) παρουσιάζουν τεχνικές, οι οποίες είτε είναι ακόμη σε πειραματικό στάδιο είτε είναι απλώς ανύπαρκτες, βλ. Durnal, όπ.π., Βraga A. et al. (2011) Moving the work of criminal investigators towards crime control, www.hks.harvard.edu, Βrickell W. (2008) Is it the CSI effect or do we just distrust juries? Criminal Justice vol. 23(2):10-18, Godsey M./Alou M. (2011) She blinded me with science: Wrongful convictions and the “reverse CSI-Effect”, Texas Wesleyan Law Review, Vol. 17: 481-498 και Bιτζηλαίος Στ. (2013) Η εγκληματολογική έρευνα απέχει από το CSI, www.dimokratiki.gr.
29. Ένας εκ των συγγραφέων της σειράς CSI, μάλιστα, υποστήριξε ότι: «το γεγονός ότι τόσοι πολλοί εμφανίζουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για την ανακριτική επιστήμη μπορεί να παραμερίσει κάθε πιθανή αρνητική συνέπεια του φαινομένου (λχ επί της πιθανής απόρριψης μίας «ισχυρής» ποινικής δίωξης)», βλ. Catalani S. (2006) A CSI writer on the CSI-Effect, Yale Law Journal Vol. 115:76επ.
30. Βλ. Πολυζώης Γ. (2012) Αξιοποίηση της τρέχουσας τηλεοπτικής πραγματικότητας στη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών στα πλαίσια των ομίλων στο Λύκειο: Η περίπτωση του CSI, www.gpolizois.weebly.com.
31. Βλ. Πολυζώης, όπ.π., ο οποίος παραπέμπει σε Dunkan K. et al. (2006) Using forensic science problems as teaching tools, The Science Teacher, Vol. 73(11):38-43.
32. Βλ. Πολυζώης (2012), όπ.π.
33. Βλ. Cole et al. (2007), όπ.π., σελ. 452, που παραπέμπει σε Αmeden D. (2007) Forensic classes a dangerous idea?, Metro West Daily News (23.01.2007). Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι μακροχρόνιες έρευνες του Καθηγητή Ψυχολογίας του Stanford University, Albert Bandurα (αλλά και άλλων επιστημόνων, όπως Eron et al., 1972), οι οποίες έδειξαν ότι όσοι παρακολουθούν βίαια τηλεοπτικά προγράμματα τείνουν όχι μόνο να απευαισθητοποιούνται απέναντι στην επιθετική συμπεριφορά, αλλά, (τείνουν) να συμπεριφέρονται και οι ίδιοι επιθετικά και να εμφανίζουν πολλαπλάσιες πιθανότητες εμπλοκής με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, βλ. αντί πολλών Βandura A. et al. (1963) Imitation of film-mediated aggressive models, Journal of Abnormal and Social Psychology Vol. 63: 3-11 και Eron L.D. et al. (1972) Does television violence cause aggression? American Psychologist vol. 27:253-263. Η θεωρία του Bandura κ.ά. περί της σύνδεσης βίαιης συμπεριφοράς και τηλεόρασης αποτελεί μία ειδικότερη εξέλιξη της θεωρίας του περί κοινωνικής μάθησης, σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη συμπεριφορά διαμορφώνεται μεν ως απάντηση στο περιβάλλον, δύναται, ωστόσο, και να αυτοπροσδιορίζεται, ασκώντας με τη σειρά της και αυτή επίδραση στο περιβάλλον, ήτοι υπάρχει ένας αμοιβαίος ντετερμινισμός (reciprocal determinism). Δεν είναι, πάντως, λίγοι και εκείνοι που απορρίπτουν την ως άνω άποψη και υποστηρίζουν ότι η παρακολούθηση βίαιων τηλεοπτικών προγραμμάτων ελαττώνει την επιθετικότητα του ατόμου, δια της εκτόνωσης των επιθετικών συναισθημάτων και σκέψεων μέσω της ταύτισης, βλ. Κουκουτίμπα Α. (2005) Σύγχρονες ψυχολογικές θεωρίες της εγκληματικότητας, Διπλωματική εργασία, ΠΜΣ Τομέα Ποινικών Επιστημών Νομικής Αθηνών.
34. Έτσι, Mirsky S. (2005) CSI: TV superscientists affect real courts, campuses and criminals, Scientific American, Mάιος 2005, σελ. 100επ.
35. Βλ. Durnal, όπ.π. και Huey, σελ. 50επ.
36. Βλ. υποσημ. (1).
37. Βλ. ενδεικτικώς Bandura A. (2003) Observational learning, Encyclopedia of learning and memory vol. 2:482-484, του ιδίου (2002) Social cognitive theory of mass communication, Media effects: Advances in theory and research vol. 2:121-153 και Singer J. (1980) the power and limitations of television: A cognitive – affective analysis, Εntertainment functions of television: 31-65.
38. Βλ. Kim Y. et al. (2009), σελ. 453επ.
39. Βλ. Podlas (2006), σελ. 429επ.
40. Βλ. Podlas, σελ. 464επ. και Κim et al., σελ. 453.
41. Βλ. Schweitzer N./ Saks M. (2007) The CSI-effect: Popular fiction about forensic science affects the public’s expectations about real forensic science, Jurimetrics vol. 47: 357-364.
42. Βλ. Schweitzer/Saks, σελ. 362.
43. Βλ. Stevens D. (2008) Forensic science, wrongful convictions and American prosecutor discretion, Howard Journal of Criminal Justice, vol. 47(1):31-51.
44. Βλ. Sheldon et al. (2006), σελ. 324.
45. Βλ. Sheldon et al. (2009), σελ. 454.
46. Τα αποτελέσματα, δηλαδή, της έρευνας του 2009 συμβάδιζαν με τα αποτελέσματα της προηγούμενης έρευνας του Sheldon και των συνεργατών του (2006).
47. Έτσι, Cole et al. (2011), σελ. 28.
48. Βλ. Roane K./Morrison D. (2005) The CSI effect, US News and World Report (25.04.2005), www.usnews.com/usnews/culture/articles/05042525csi.htm. και Aronson R./McMurtrie J., (2007) The use and misuse of high-tech evidence by prosecutors: ethical and evidentiary issues, Fordham Law Review, Vol. 76(3): 1453-1492. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται από κάποιους και η αντίδραση του Εισαγγελέα, St. Cooley, στην υπόθεση Blake, βλ. Κeller, όπ.π. και Cole et al (2011), όπ.π.
49. Βλ. Cole et al. (2011), σελ. 29.
50. Βλ. Aronson/McMurtrie, όπ.π.
51. Βλ. Durnal, όπ.π., σελ. 5.
52. Βλ. Sheldon et al. (2009), σελ. 454επ.
53. Για την προσδοκία των ενόρκων περί περισσοτέρων αποδεικτικών μέσων όπως τo DNA βλ. Τhompson W. et al. (2013) Do jurors give appropriate weight to forensic identification evidence, Journal of Empirical Legal Studies 2013:1-66.
54. Βλ. Shelton D. (2009), An indirect-effects model of mediated adjudication: The CSI myth, the tech effect and metropolitan jurors’expectations for scientific evidence, Vanderbilt Journal of entertainment and technology law, vol. 12(1):1-43 (σελ. 4επ.).
55. Βλ. Cooper L. (2012) The collision of law and science: American court responses to developments in forensic science, Pace Law Review vol. 33(1):234-301 (σελ. 237επ.).
56. Βλ. Cole et al. (2009), σελ. 1373. Μεγάλο μέρος της νομολογίας, τουλάχιστον στις Η.Π.Α., φαίνεται να κινείται σε μία αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη της θεώρησης των σύγχρονων αποδεικτικών μέσων ως αλάνθαστων. Αποφάσεις-σταθμοί των αμερικανικών δικαστηρίων (λχ Daubert v. Merrell Dow Pharmaceuticals, Inc., 1993 και Kumbo Tire Co v. Carmichael, 1999) αμφισβήτησαν την αξιοπιστία των τεχνικών και επιστημονικών αποδεικτικών μέσων και θεώρησαν ως διφορούμενες ακόμη και παγιωμένες μεθόδους όπως πχ τα δακτυλικά αποτυπώματα και η γραφολογική εξέταση (λχ. United States v. Hines, 1999 και United States v. Llera Plaza, 2002), βλ. αντί πολλών, Risinger D. et al. (2002) The Daubert/Kumbo implications of observer effects in forensic science: Hidden problems of expectation and suggestion, California Law Review vol. 90(1): 1-56, Giannelli P. (2002) Scientific evidence amd miscarriages of justice, 16th Conference of the International Society for the Reform of Criminal Law, Charleston, SC, www.isrcl.org, του ιδίου (2009) Scientific evidence in criminal prosecutions: A retrospective, Brook Law Review vol. 75:1137επ. και Romandetti C. (2004) Recognising and responding to a problem with the admissibility of fingerprint evidence under Daubert, Jurimetrics vol. 45:41επ.
57. Βλ. Cooper (2012), όπ.π.
58. Για αυτό το ζήτημα βλ. αναλυτικά Aronson J. (2007) Genetic witness: Science, law and controversy in the making of DNA profiling, New Brunswick, Rutgers University Press.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου