Τι είναι και πότε γίνεται ο αντιτετανικός ορός

Η περιποίηση τραυμάτων είναι μια συνηθισμένη υπηρεσία που προσφέρουν οι φαρμακοποιοί στους ασθενείς. Πολλές φορές, είναι απαραίτητη η χορήγηση αντιτετανικού ορού, ώστε ο τραυματίας να προστατευθεί από πιθανή λοίμωξη από το κλωστηρίδιο του τετάνου. 


Ορός είναι μια ποσότητα έτοιμων αντισωμάτων που χορηγείται με σκοπό να ενισχύσει την αντίδραση της άμυνας του οργανισμού. Είναι μια μορφή παθητικής ανοσίας. Αντίθετα το εμβόλιο είναι μια μέθοδος ενεργητικής ανοσίας. Σε αυτή χορηγούνται νεκρά ή εξασθενημένα μικρόβια που δεν είναι σε θέση να προκαλέσουν νόσο, είναι όμως σε θέση να διεγείρουν το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού για να παράγει αντισώματα.

Ο αντιτετανικός ορός προσφέρει προστασία από τη νόσο που λέγεται "τέτανος" για διάστημα περίπου ενός μήνα, ενώ το αντιτετανικό εμβόλιο προσφέρει μακροχρόνια προστασία (με την προϋπόθεση οτι τηρούνται οι επαναληπτικές δόσεις).

Οι σύγχρονοι αντιτετανικοί οροί είναι "ανθρώπινοι". Δεν έχουν σχέση με τους "ιππείους" (από άλογα) που γίνονταν παλιότερα και εμφάνιζαν αλλεργικές αντιδράσεις. Έτσι δεν χρειάζεται κάποια ειδική δίαιτα μετά τη χορήγηση αντιτετανικού ορού. Για προληπτικούς και μόνο λόγους μπορεί κανείς αν αποφύγει να φάει ψάρι, αυγό, κρέας και γάλα για μικρό χρονικό διάστημα (πχ 1 ημέρα).

Το ερώτημα που τίθεται πολλές φορές από τους συναδέλφους είναι μέχρι πόσες ώρες μετά τον τραυματισμό μπορεί να χορηγηθεί ο ορός. Οι απαντήσεις που συνάντησα ποικίλλουν: Μέχρι 24, 48 ή 72 ώρες, ότι μετά τις 24 ώρες «δεν κάνει», ότι έπειτα από 72 ώρες δεν έχει νόημα.

Από τη βιβλιογραφία (1), τις οδηγίες του Centers for Disease Control and Prevention (CDC) (2), τις οδηγίες του ΚΕΕΛΠΝΟ (3),  τη μονογραφία του British National Formulary (BNF) (4) και του Εθνικού Συνταγολογίου (5), αλλά και το Φύλλο Οδηγιών Χρήσης του Tetagam-P6, τυπικά δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός για τη χορήγηση αντιτετανικής ανοσοσφαιρίνης (Human Antitetanus Immunoglobulin – HATIG), εκτός από το ότι πρέπει να χορηγηθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πράγμα λογικό εφ’ όσον  τα ανοιχτά τραύματα και τα εγκαύματα χρήζουν επείγουσας φροντίδας. Η μόνη οδηγία σε σχέση με το χρόνο είναι ότι όταν παρέλθουν 24 ώρες από τον τραυματισμό, η δόση του αντιτετανικού ορού διπλασιάζεται από 250IU σε 500IU. Δεύτερον, στα συγκεκριμένα περιστατικά, αυτό που προέχει είναι η εκτίμηση της καθαρότητας του τραύματος και η λήψη ιστορικού εμβολιασμού κατά του τετάνου για να διευκρινιστεί εάν το άτομο είναι επαρκώς καλυμμένο. Με βάση αυτούς τους δυο παράγοντες κρίνεται αν πρέπει ο τραυματίας να λάβει αντιτετανικό ορό, καθώς και αν πρέπει να χορηγηθεί αντιτετανικό εμβόλιο, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1 (3).



Ο πίνακας με λίγα λόγια μας λέει ότι όταν ο τραυματίας είναι καλυμμένος με τον αντιτετανικό εμβολιασμό (τρεις αρχικές δόσεις + αναμνηστική δόση κάθε δέκα χρόνια), δεν χρειάζεται χορήγηση αντιτετανικού ορού. Ενώ, στην περίπτωση που το ιστορικό του εμβολιασμού είναι άγνωστο ή ο εμβολιασμός δεν είναι πλήρης, πρέπει να χορηγηθεί οπωσδήποτε αντιτετανικό εμβόλιο, είτε πρόκειται για μικρό, καθαρό τραύμα είτε για ρυπαρό. Ο αντιτετανικός ορός χορηγείται συμπληρωματικά με το εμβόλιο σε ρυπαρά τραύματα σε άτομα με άγνωστο ή ανεπαρκές εμβολιαστικό ιστορικό.

Ο τέτανος είναι μια λοιμώδης ασθένεια με το χαρακτηριστικό ότι δε μεταδίδεται από άτομο σε άτομο. Προκαλείται από το Clostridium tetani, ένα κατά Gram θετικό μικρόβιο που παράγει σπόρους. Το κλωστηρίδιο βρίσκεται κυρίως στο έδαφος, στη σκόνη και στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων. Πολλαπλασιάζεται μόνο στο σημείο ενοφθαλμισμού, δηλαδή στην περιοχή όπου έχει λυθεί η συνέχεια του δέρματος και παράγει δύο τοξίνες, την τετανοσπασμίνη και την τετανολυσίνη. Η κλινική εικόνα της νόσου οφείλεται στην τετανοσπασμίνη, η οποία προσβάλλει διάφορα σημεία του ΚΝΣ, μπλοκάροντας την έκκριση ανασταλτικών νευροδιαβιβαστών, π.χ. GABA, γλυκίνη. Αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση μόνιμης μυϊκής σύσπασης και σπασμών, που εκλύονται αυτόματα ή μετά από εξωτερικά ερεθίσματα.



Με την χορήγηση αντιτετανικού ορού προσφέρουμε παθητική ανοσοποίηση έως ότου ο οργανισμός παράξει αντισώματα έναντι του τετάνου με τη χορήγηση εμβολίου. Ο ορός δρα εξουδετερώνοντας μόνο την ελεύθερη τοξίνη και όχι αυτή που έχει δεσμευθεί στις νευρικές απολήξεις. Για αυτό το λόγο γίνεται και η σύσταση για τη γρηγορότερη δυνατή χορήγησή του μετά τον τραυματισμό. Δεδομένου του ότι τα μέγιστα επίπεδα των αντισωμάτων στον ορό επιτυγχάνονται συνήθως μετά από 2 έως 3 ημέρες από την ενδομυϊκή ένεση και ο χρόνος επώασης της νόσου είναι περίπου 8 μέρες, η χορήγηση ανοσοσφαιρίνης μετά από τρεις ημέρες από τον τραυματισμό δεν προσφέρει ουσιαστική προφύλαξη. Ο χρόνος ημιζωής της HATIG είναι 3 έως 4 εβδομάδες, που σημαίνει ότι σε πιθανό, εκ νέου, βαθύ και ρυπαρό τραυματισμό έπειτα από π.χ. ενάμιση μήνα, είναι απαραίτητη η χορήγηση κι άλλης δόσης.

Πράγμα που μας φέρνει στο δεύτερο και κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο σημείο στην περιποίηση τραυματισμών: την ενεργητική ανοσοποίηση. Ανεξάρτητα από την ανάγκη ή μη χορήγησης αντιτετανικού ορού, πρέπει να γίνει εμβολιασμός, ο οποίος προσφέρει κάλυψη για περίπου μια δεκαετία.  Άτομα τα οποία έχουν λάβει την αρχική ανοσοποίηση (τουλάχιστον 3 δόσεις), αλλά δεν έχουν κάνει τις αναμνηστικές δόσεις ανά δεκαετία, πρέπει να λάβουν μια δόση εμβολίου Τd. Όπως φαίνεται και από τον Πίνακα 1, αυτό που κυρίως πρέπει να απασχολεί στην περίπτωση τραυματισμού είναι η ανάγκη χορήγησης εμβολίου και όχι ορού, με βάση το ιστορικό.


Για την προφύλαξη από τον τέτανο σε περίπτωση τραυματισμού, πρέπει να γίνουν τα εξής:

  1. Ανεξάρτητα από το επίπεδο ανοσοποίησης του ατόμου, κάθε επιμολυσμένο τραύμα θα πρέπει να απολυμαίνεται σωστά και να απομακρύνονται τυχόν νεκρωμένοι ιστοί.
  2. Θα πρέπει να ληφθεί ιστορικό εμβολιασμού για  να εκτιμηθεί η ανάγκη χορήγησης αντιτετανικής ανοσοσφαιρίνης και εμβολίου.
  3. Το αντιτετανικό εμβόλιο (Td) θα πρέπει να χορηγηθεί σε κάθε περίπτωση τραυματισμού (είτε μικρού, καθαρού είτε ρυπαρού), όταν ο τραυματίας δεν είναι επαρκώς καλυμμένος, όταν δηλαδή δεν έχει κάνει τις αναμνηστικές δόσεις ανά δεκαετία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για ορισμένες ομάδες πληθυσμού, όπως οι εργαζόμενοι σε περιβάλλον υψηλού κινδύνου προσβολής από τέτανο, οι ηλικιωμένοι και οι κάτοικοι αγροτικών περιοχών (όπου είναι πιθανότερη η επαφή με περιττώματα ζώων).
  4. Σε περίπτωση ατελούς ιστορικού και ρυπαρού, επιρρεπούς στον τέτανο τραύματος, θα πρέπει να χορηγηθεί HATIG, έχοντας υπ’όψιν το χρόνο που παρήλθε από τον τραυματισμό. Εάν έχουν περάσει πάνω από 72 ώρες, δεν υπάρχει κλινικό όφελος από τη χορήγησή της.
Τις περισσότερες φορές, η φροντίδα σταματά στη χορήγηση της ανοσοσφαιρίνης (η οποία, ενδεχομένως, να μην είναι απαραίτητη) με συμβουλές για την περιποίηση του τραύματος μέχρι την επούλωσή του. Καλό θα ήταν, δεδομένης της καχυποψίας που υπάρχει έναντι των εμβολίων και αντιπαραβάλλοντας τη βαρύτητα του τετάνου ως ασθένειας, στα περιστατικά που φτάνουν στο φαρμακείο για χορήγηση συνήθως HATIG, ο φαρμακοποιός να ενημερώνει για την αξία και να προωθεί τον  εμβολιασμό έναντι του τετάνου.


Βιβλιογραφία:

1. Public Health England,Tetanus: the green book, chapter 30, https://www.gov.uk/government/publications/tetanus-the-green-book-chapter-30

2. Manual for the Surveillance of Vaccine-Preventable Diseases (5th Edition, 2011), http://www.cdc.gov/vaccines/pubs/surv-manual/chpt16-tetanus.html


4. British National Formulary, 2011, 61th Edition, BMJ Group and Pharmaceutical Press, p.772

5. Εθνικό Συνταγολόγιο, 2007, Εκδόσεις ΕΟΦ, σελ.659-660


Πηγές: 1, 2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου