Εντοπίστηκαν τα γονίδια της γήρανσης

Τέσσερα γονίδια που μετρούν τον χρόνο του οργανισμού και τα οποία προσδιορίζουν τους ρυθμούς της γήρανσης, «ήλθαν στο φως» από επιστήμονες στη Βρετανία.






«Κούρδισμα» των γονιδίων από μικρή ηλικία


Τα γονίδια της γήρανσης τίθενται σε λειτουργία ή αντιθέτως εκτός λειτουργίας μέσω της επίδρασης περιβαλλοντικών παραγόντων και παραγόντων του τρόπου ζωής όπως η διατροφή και μπορούν να προγραμματιστούν από μικρή ηλικία.

Οι ερευνητές από το Κing’s College του Λονδίνου και από το Ινστιτούτο Wellcome Trust Sanger που βρίσκονται πίσω από τα νέα ευρήματα εκτιμούν ότι αυτά μπορούν να οδηγήσουν κάποια ημέρα σε αντιγηραντικές θεραπείες νέας γενιάς. Σημειώνεται ότι εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης ήταν και ο έλληνας δρ Πάνος Δελούκας, επικεφαλής της Ομάδας Γενετικής των Πολύπλοκων Κληρονομικών Χαρακτηριστικών στο Ινστιτούτο Sanger.



Οι επιστήμονες γνώριζαν ήδη ότι οι επιγενετικές αλλαγές – οι χημικές μεταβολές δηλαδή που υφίσταται το γενετικό υλικό μας εξαιτίας εξωγενών περιβαλλοντικών παραγόντων – παίζουν σημαντικό ρόλο στη γήρανση. Η νέα μελέτη που δημοσιεύεται στη δικτυακή επιθεώρηση «PLoS Genetics» βάζει τώρα ένα λιθαράκι στη λύση του γρίφου σχετικά με το πώς και πότε λαμβάνουν χώρα αυτές οι αλλαγές.

Επιγενετικές αλλαγές της γήρανσης


Όπως εξήγησε η δρ Τζορντάνα Μπελ από το King’s College του Λονδίνου που ήταν εκ των συγγραφέων της μελέτης, η ομάδα ανακάλυψε πολλές επιγενετικές αλλαγές οι οποίες συνδέονται με τη γήρανση. «Ωστόσο αλλαγές σε τέσσερα γονίδια φάνηκε να επιδρούν σε μεγάλο βαθμό στον ρυθμό της γήρανσης και πιθανώς και της μακροζωίας. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα ευρήματα ως πιθανούς βιοδείκτες της γήρανσης». Σύμφωνα με την ερευνήτρια τα καινούργια αποτελέσματα μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση των βιολογικών μηχανισμών που κρύβονται πίσω από τη γήρανση αλλά και τις νόσους που συνδέονται με την ηλικία. «Μελλοντικές έρευνες πρέπει να εξερευνήσουν πώς ακριβώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επιδρούν σε αυτές τις επιγενετικές αλλαγές».

Προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι επιστήμονες αναζήτησαν επιγενετικές αλλαγές στο DNA 172 διδύμων ηλικίας 32 ως 80 ετών. Σε τέτοιου είδους μελέτες χρησιμοποιούνται συχνά ζεύγη διδύμων και αυτό διότι τα ταυτόσημα δίδυμα μοιράζονται ακριβώς τα ίδια γονίδια με αποτέλεσμα να μπορούν να προσδιοριστούν οι επιδράσεις που έχει δεχθεί το γενετικό υλικό τους από το περιβάλλον.



Τέσσερα γονίδια


Αναλύοντας τις επιγενετικές αλλαγές στον οργανισμό των διδύμων σε σχέση με τη χρονολογική ηλικία τους, οι επιστήμονες εντόπισαν 490 τέτοιες αλλαγές που συνδέονταν με την ηλικία. Περαιτέρω ανάλυση «φώτισε» τελικώς επιγενετικές αλλαγές σε τέσσερα γονίδια τα οποία συνδέονται με τα επίπεδα χοληστερόλης, τη λειτουργία των πνευμόνων και το μητρικό προσδόκιμο ζωής.

Μάλιστα, επιπλέον μελέτη έδειξε ότι πολλές από τις επιγενετικές αλλαγές που είχαν εντοπιστεί στην πρώτη ομάδα διδύμων ήταν παρούσες και σε μια δεύτερη ομάδα νεότερων διδύμων ηλικίας 22 ως 61 ετών. «Το γεγονός αυτό μαρτυρεί πως παρότι πολλές γενετικές αλλαγές που συνδέονται με την ηλικία και οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες συμβαίνουν καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του ατόμου, κάποιες από αυτές «πυροδοτούνται» από μικρή ηλικία» σημείωσε στο Βήμα ο κ. Δελούκας. Προσέθεσε ότι «όταν κατανοήσουμε πλήρως τη λειτουργία των γονιδίων που εμπλέκονται στη γήρανση, ίσως καταφέρουμε να βάλουμε ‘φρένο’ στη διαδικασία».

Σε κάθε περίπτωση ο έλληνας ερευνητής τόνισε ότι η μελέτη αυτή βρίσκεται ακόμη στα «σπάργανα». «Η μελέτη μας εξέτασε μόνο ένα μικρό τμήμα του γενετικού κώδικα που φέρει τέτοιου είδους επιγενετικές αλλαγές. Τα πρώιμα αυτά ευρήματα δείχνουν την ανάγκη μιας ενδελεχέστερης ‘σάρωσης’ των επιγενετικών αλλαγών που συνδέονται με τη γήρανση».