O ΠΟΥ κρούει κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την «ψηφιακή κοκαϊνη»

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναμένεται να εντάξει τον «εθισμό σε διαδικτυακά παιχνίδια» («gaming disorder») στην 11η έκδοση της Διεθνούς Στατιστικής Ταξινόμησης Νόσων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (International Classification of Diseases, ICD).



Παρότι η ιατρική κοινότητα δεν είναι ομόφωνα σύμφωνη σχετικά με την κίνηση αυτή, οι επιστήμονες που την πρότειναν, θεωρούν ότι η κίνηση αυτή θα επιτρέψει την καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση του προβλήματος. Ο στόχος του ΠΟΥ είναι να ενθαρρύνει περαιτέρω την έρευνα στο ζήτημα προκειμένου να καλυφθούν τα κενά που υπάρχουν στην κατανόηση αλλά και την αντιμετώπιση της πάθησης.

Το ICD είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για την διεθνή  επιστημονική και ιατρική κοινότητα καθώς επιτρέπει την ταξινόμηση, την διάγνωση και την αντιμετώπιση πληθώρας ασθενειών, τραυματισμών και άλλων προβλημάτων υγείας.

Σύμφωνα με τον δρ. Βλαντιμίρ Πόζνιακ, ο οποίος συμμετέχει στην ερευνητική ομάδα που πρότεινε την ένταξη της ασθένειας στη νέα έκδοση του εγχειριδίου, αυτό θα επιτρέψει σε όσους εργάζονται στον τομέα της υγείας να είναι πιο ενημερωμένοι σχετικά με την ύπαρξη της ασθένειας.


Τρία είναι τα βασικά συμπτώματα του εθισμού σε διαδικτυακά παιχνίδια:

Αρχικά να αποτελεί πρωταρχική ενασχόληση του ατόμου σε σημείο που άλλες δραστηριότητες περιθωριοποιούνται.

Δεύτερον,  να παρουσιάζει «αδυναμία ελέγχου»  συμπεριφοράς σε ό,τι αφορά την ενασχόληση με διαδικτυακά παιχνίδια. Πιο συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει πως το άτομο συνεχίζει να ασχολείται με τα παιχνίδια αυτά ακόμα και αφότου έχει αρχίσει να βιώνει τις αρνητικές τους συνέπειες.

Τέλος, η ενασχόληση αυτή να προκαλεί δυσκολίες και προβλήματα στις οικογενειακές, κοινωνικές, ακαδημαϊκές και επαγγελματικές ενασχολήσεις του ατόμου.

Εφόσον κάποιος πληροί τα τρία αυτά κριτήρια, θεωρείται ότι πάσχει από αυτόν τον εθισμό. Κατά κανόνα, ο  ασθενής θα πρέπει να παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά αυτά για περίοδο τουλάχιστον ενός χρόνου.

Τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται προκειμένου να προκύψει διάγνωση είναι αρκετά παρόμοια με τα χαρακτηριστικά εθισμού σε ουσίες. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι, παρότι τα δύο είδη εθισμού φέρουν σημαντικές διαφορές, παρουσιάζουν, παράλληλα, αξιοσημείωτες ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν την λειτουργία του ασθενή.

Ο δρ. Πόζνιακ τόνισε ακόμα ότι μόνο εξειδικευμένοι γιατροί μπορούν να κάνουν επίσημη διάγνωση, ενώ προσέθεσε ότι δεν αρκεί να παίζει κανείς διαδικτυακά παιχνίδια με μεγάλη συχνότητα προκειμένου να διαγνωστεί με την πάθηση, τονίζοντας ότι τα ποσοστά των πασχόντων είναι «πολύ χαμηλά».

Ο ίδιος τόνισε ότι οι τρόποι αντιμετώπισης της πάθησης βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις αρχές της Γνωσιακής Συμπεριφοριστικής Ψυχοθεραπείας αλλά περιλαμβάνουν και στοιχεία από άλλες προσεγγίσεις όπως κοινωνική και οικογενειακή υποστήριξη.

Η Χίλαρυ Κας, συνιδρυτής του προγράμματος reSTART, το οποίο αντιμετωπίζει τέτοιου είδους εθισμούς στις ΗΠΑ, συμφώνησε ότι είναι καιρός να αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο η πάθηση αυτή. 

Υπάρχουν όμως και αυτοί που δεν συμφώνουν με την προσέγγιση του ΠΟΥ. Ο Άντονι Μπιν είναι ψυχολόγος και υπεύθυνος του Telos Project, ενός ΜΚΟ που βασίζεται στο Τέξας των ΗΠΑ. Θεωρεί ότι η ένταξη της πάθησης στο ICD ήταν πρόωρη. Σύμφωνα με την εμπειρία του, τις περισσότερες φορές που κάποιος θεωρεί ότι μια συμπεριφορά πρόκειται για εθισμό σε διαδικτυακά παιχνίδια, στην πραγματικότητα η ενασχόληση αυτή δεν αποτελεί ακριβώς εθισμό αλλά συνήθως αποτελεί τρόπο αντιμετώπισης άλλων ψυχολογικών προβλημάτων όπως είναι το άγχος και η κατάθλιψη.

Ο Μπιν προσέθεσε ακόμα ότι ο τωρινός ορισμός που χρησιμοποιεί ο ΠΟΥ δεν είναι αρκετά συγκεκριμένος, απαιτώντας την υποκειμενική εκτίμηση του κάθε γιατρού, γεγονός που πλήττει την αξιοπιστία της μεθόδου. 

Ένα ακόμα πρόβλημα με την διάγνωση της πάθησης αφορά στην αδυναμία των γιατρών να κατανοήσουν τους ασθενείς, σύμφωνα με τον Μπιν. Τόσο τα προφίλ των ασθενών όσο και τα παιχνίδια με τα οποία απασχολούνται διαφέρουν σημαντικά, γεγονός που καθιστά δύσκολο να υπάρχει μια ενιαία προσέγγιση στο θέμα αυτό.

Κατά τον Μπιν, αν ο ειδικός μπορεί να κατανοήσει το παιχνίδι στο οποίο είναι εθισμένος ο ασθενής, αυτό του επιτρέπει να το αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ή και να κατευθύνει τον ασθενή σε άλλα παιχνίδια που πιθανώς βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του προβλήματός του. Αντίστοιχα, ο Μπιν υποστηρίζει ότι είναι σημαντικό για τους γονείς που ανησυχούν για τον εθισμό των παιδιών τους να κατανοήσουν πρώτα το παιχνίδι που τα έχει γοητεύσει.

Παρότι ο Μπιν δεν αμφισβητεί ότι η συνεχής ενασχόληση με διαδικτυακά προβλήματα αποτελεί ανησυχητικό φαινόμενο, ξεκαθαρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν οι ειδικοί το θέμα ανοίγει την πόρτα προκειμένου να θεωρηθεί οποιαδήποτε συμπεριφορά ως εθισμός. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον Μπιν, θα μπορούσε να περιπλέξει την μελέτη εθισμών αντί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόησή τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου