Το άσχημο σημείο στην εμφάνισή μας

Όλοι οι άνθρωποι ανησυχούμε συχνά και δυσφορούμε με ατέλειες που παρατηρούμε σε διάφορα σημεία του σώματός μας. Πολλές φορές στενοχωριόμαστε και προσπαθούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό αλλά, σίγουρα, οι αρνητικές μας σκέψεις κάποια στιγμή απομακρύνονται και δεν μας ταλαιπωρούν καθ’ όλη τη διάρκεια της καθημερινότητάς μας.







Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει και με τα άτομα που εκδηλώνουν συμπτώματα της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας (Body Dysmorphic Disorder, BDD), τα οποία αντιλαμβάνονται και πιστεύουν ότι κάποιο (ή κάποια) σημείο της εξωτερικής τους εμφάνισης είναι τόσο «άσχημο», αφύσικο, αντιαισθητικό ή και …τρομακτικό που δεν αντέχουν άλλο τη θέαση και την παρουσία του πάνω τους. Η ανησυχία και οι αρνητικές σκέψεις σχετικά με αυτό κυμαίνονται από το: «δεν είμαι ελκυστικός» ή «κάτι δεν πάει καλά με μένα…» έως και το «είμαι αποκρουστικός» ή «μοιάζω με τέρας» (1). 

Το σημείο της εξωτερικής εμφάνισης στο οποίο μπορεί να εστιάζουν ποικίλλει, και θα μπορούσε να πει κανείς ότι μπορεί να συμπεριλαμβάνονται πολλές περιοχές του σώματος, συνήθως όμως αναφέρεται η περιοχή του δέρματος (για παράδειγμα, η ακμή, οι γραμμές και τα σημάδια, οι ρυτίδες, η χλωμή όψη), τα μαλλιά (για παράδειγμα, η αραίωση των μαλλιών, η έντονη τριχοφυϊα στο σώμα ή στο πρόσωπο) και η μύτη (το μέγεθος ή το σχήμα). Παρόλα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, οποιαδήποτε περιοχή του σώματος μπορεί να αποτελεί πιθανή πηγή ανησυχίας (για παράδειγμα, τα δόντια, τα μάτια, το στομάχι, το σωματικό βάρος, το στήθος, τα πόδια, το σχήμα ή το μέγεθος του προσώπου, τα χείλη, τα φρύδια, το πηγούνι, τα γεννητικά όργανα). Πολλά άτομα, επίσης, ανησυχούν και εστιάζουν σε σημεία «ασυμμετρίας» που αντιλαμβάνονται σε συγκεκριμένες περιοχές ή όργανα του σώματος (2). 

Όπως συμπεραίνουμε, τα «ελαττώματα» αυτά ή οι ατέλειες που προαναφέρθηκαν δεν είναι ορατά ή είναι ελάχιστα αντιληπτά από τους άλλους ανθρώπους. Παρόλα αυτά, το ίδιο το άτομο νιώθει ότι η «ασχήμια» αυτή υφίσταται και οι σκέψεις του για αυτό το θέμα τον απασχολούν πολλές ώρες της καθημερινότητάς του (κατά μέσο όρο 3-8 ώρες ημερησίως) (1) και δεν μπορεί να τις ελέγξει. Οι σκέψεις έρχονται και ξανάρχονται στο μυαλό του, η δυσφορία και το άγχος για το πώς μπορεί να κρύψει ή να αλλάξει αυτή την ατέλεια στην εξωτερική του εμφάνιση δεν «ξεφεύγουν» με κανένα τρόπο από τη ροή της καθημερινότητας επηρεάζοντας σημαντικές πτυχές της. 

Τις εμμονές μπορεί να συνοδεύουν και επαναλαμβανόμενες/ τελετουργικές συμπεριφορές και ψυχαναγκασμοί ή «νοερές» πράξεις (όπως, για παράδειγμα, η διαρκής σύγκριση του συγκεκριμένου σημείου της εξωτερικής εμφάνισης με κάποιου άλλου ατόμου). Οι ψυχαναγκαστικές πράξεις μπορεί να είναι οι ακόλουθες: 
  • το να κοιτάζεται κανείς συνέχεια στον καθρέφτη ή σε άλλες διαθλαστικές επιφάνειες προκειμένου να παρατηρήσει ατέλειες ή να τις εξετάσει άμεσα και με εξονυχιστική λεπτομέρεια, 
  • η υπέρμετρη περιποίηση της εξωτερικής εμφάνισης (για παράδειγμα, το χτένισμα, η αποτρίχωση, το τράβηγμα των φρυδιών ή των μαλλιών), 
  • η προσπάθεια κάλυψης (καμουφλάζ) την εν λόγω περιοχής με διάφορους τρόπους (για παράδειγμα, με τη χρήση καλλυντικών, με ένα συγκεκριμένο χτένισμα, με διάφορα ρούχα, με ένα καπέλο κ.ά.), και, τέλος, 
  • η διαρκής ενασχόληση με την εν λόγω περιοχή προκειμένου το άτομο να βεβαιωθεί ότι «είναι εντάξει» επιζητώντας διαρκώς τη γνώμη των άλλων και την επιβεβαίωση για το «πώς φαίνεται…» (1, 2, 6). 


Πολλά άτομα, επίσης, κάνουν πολλές ώρες ηλιοθεραπεία προκειμένου να μαυρίσουν και να μην φαίνεται έντονα το συγκεκριμένο σημείο, ή αγοράζουν καθημερινά πιο «κατάλληλα» ρούχα ή προϊόντα ομορφιάς που κρύβουν τη συγκεκριμένη περιοχή πιο αποτελεσματικά. Ένα ιδιαίτερα επιβλαβές σύμπτωμα είναι και η δερματιλομανία (ψυχαναγκαστικό πείραγμα/ τράβηγμα του δέρματος, skin picking) που αποσκοπεί στη «βελτίωση» των ατελειών του δέρματος αλλά, βέβαια, προκαλεί σοβαρά προβλήματα, όπως βλάβες του δερματικού ιστού, μολύνσεις ή ρήξη των αιμοφόρων αγγείων κ.ά. Σημαντικός αριθμός ατόμων, επίσης, γυμνάζεται καθημερινά ή ασχολείται με την άρση βαρών για να αποκτήσει ένα πιο μυώδες σώμα (αναφέρεται παρακάτω μια ιδιαίτερη κατηγορία της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας, η Μυϊκή Δυσμορφία). 

Τέλος, όπως συμπεραίνουμε, σημαντικό ποσοστό ατόμων καταφεύγει σε επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής αναζητώντας λύση στο πρόβλημά του, η οποία, συχνά, δεν είναι η κατάλληλη ή επιδεινώνει την κατάσταση. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις πασχόντων που νιώθουν ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι και θυμωμένοι με τα αποτελέσματα μιας τέτοιας επέμβασης καθώς, βέβαια, οι ίδιοι εξακολουθούν να «βλέπουν» με τα ίδια μάτια τον εαυτό τους, δηλαδή με τα μάτια της ψυχής. Εξάλλου, το ψυχικό υπόβαθρο του συγκεκριμένου προβλήματος δεν μπορεί να αλλάξει με μια παρέμβαση σε σωματικό επίπεδο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια «ψυχική ατέλεια» και «δυσμορφία» που πηγάζει από τον ψυχισμό του ατόμου και όχι σωματική και, για το λόγο αυτό, ο ασθενής, ακόμη και μετά την επέμβαση πλαστικής χειρουργικής, εξακολουθεί να «βλέπει» την ατέλεια με τον ίδιο τρόπο. Συχνά, επίσης, σε αυτές τις περιπτώσεις, το άγχος και η αγωνία «μεταφέρονται» σε κάποιο άλλο σημείο της εξωτερικής εμφάνισης. (Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ένα μικρό ποσοστό ατόμων αποπειράται και μικρο-επεμβάσεις στον εαυτό του προκειμένου να αλλάξει κάτι πιο άμεσα και να ανακουφιστεί).


Η καθημερινότητα γίνεται επώδυνη

Όπως είναι αντιληπτό, η καθημερινότητα του ατόμου που βιώνει μια τέτοια κατάσταση καταλήγει να γίνεται εξαιρετικά επώδυνη. Το άγχος για τη σωματική δυσμορφία προκαλεί έντονη αγωνία για το «πώς φαίνεται στους άλλους», «πώς θα μπορέσει να το κρύψει για να μην φαίνεται…» ή, ότι «οι άλλοι τον κοιτούν και τον κοροϊδεύουν γι’ αυτό…» και η τάση αποφυγής όλων αυτών των καταστάσεων επηρεάζει τις διαπροσωπικές σχέσεις, την κοινωνική και επαγγελματική ζωή. 

Έτσι, ο πάσχων μπορεί να καταλήξει να αποφεύγει συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις (για παράδειγμα, την έκθεση στην παραλία) έως και το να μην βγαίνει κυριολεκτικά ποτέ από το σπίτι του (επί χρόνια) μην έχοντας πια την ψυχική δύναμη να αντιμετωπίσει την παραμικρή δραστηριότητα έξω από το οικείο του περιβάλλον. Βιβλιογραφικά αναφέρεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό εφήβων (20%) που εκδηλώνουν συμπτώματα της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας εγκαταλείπει το σχολείο κυρίως ως συμπεριφορά αποφυγής του άγχους που διακινεί η συγκεκριμένη διαταραχή. Όπως αναφέρεται (1), τα 2/3 των ατόμων  εκδηλώνουν συμπτώματα της διαταραχής πριν την ηλικία των 18 ετών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα πρόβλημα που μπορεί να εκδηλωθεί από την εφηβική ηλικία, με τα πρώτα σημάδια έκφρασης και ανησυχίας στην ηλικία των 12-13 ετών. Τέλος, ένα σημαντικό ποσοστό εφήβων αλλά και ενηλίκων έχει νοσηλευτεί ψυχιατρικά με την εν λόγω διάγνωση (1, 11). 


Ιστορική αναδρομή


Enrique Morselli

Ο Ιταλός γιατρός Enrique Morselli ήταν ο πρώτος που περιέγραψε το 1891 και, μάλιστα, με επακριβείς για την εποχή λεπτομέρειες, τη Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας χρησιμοποιώντας τον όρο «δυσμορφοφοβία» (dysmorphophobia), δηλαδή φοβία που αφορά κάποια δυσμορφία ή παραμόρφωση του σώματος (3). 

Pierre Janet (1859-1947)

Η επόμενη αναφορά ιστορικά γίνεται από τον Γάλλο ψυχίατρο Pierre Janet (1859-1947), ο οποίος περιέγραψε την περίπτωση μιας γυναίκας η οποία ήταν κλεισμένη στο σπίτι της επί 5 χρόνια. Όπως αναφέρει: «…Αυτή η 38χρονη γυναίκα φαίνεται να πάσχει από μια γελοία εμμονή. Πιστεύει ότι έχει μουστάκι. Είναι σημαντικό όμως να σημειωθεί ότι η μητέρα της ήταν αυταρχική και είχε πολλές προσδοκίες από την κόρη της που θεωρούσε αδύναμη, ντροπαλή και ότι ντρεπόταν για τον εαυτό της» (3). 

Σίγκμουντ Φρόιντ

Ο Σίγκμουντ Φρόιντ και στη συνέχεια η Ruth Mack Brunswick περιέγραψαν την πιο διάσημη περίπτωση Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας, γνωστή ως «Λυκάνθρωπος» (Wolf Man), ενός άντρα που είχε εμμονές σχετικά με ατέλειες που φανταζόταν ότι υπάρχουν στη μύτη του (3). Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας Ρώσος αριστοκράτης και έβλεπε συχνά ένα όνειρο με άσπρους λύκους οι οποίοι κάθονταν στα γυμνά κλαδιά ενός δέντρου και τον κοίταζαν επίμονα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του, το χειμώνα. Η ερμηνεία του ονείρου ανέφερε ότι η μύτη αντιπροσώπευε μια φαλλική ενασχόληση και την επιθυμία του ασθενή να ευνουχιστεί και να γίνει γυναίκα. 

Όπως αναφέρεται (3), ο συσχετισμός του ονείρου με τα συμπτώματα του ασθενή δεν εξηγείται επακριβώς αλλά παρουσιάζεται μια εξαιρετική περιγραφή της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας. Η Brunswick περιγράφει τη συμπεριφορά του όταν ήρθε πλέον σε εκείνη για ανάλυση: «Παραμελούσε την καθημερινή του ρουτίνα και εργασία γιατί ήταν εντελώς απορροφημένος, χωρίς καμία εξαίρεση, με τη μύτη του. Στο δρόμο κοιτούσε τον εαυτό του σε κάθε βιτρίνα καταστήματος. Κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα καθρεφτάκι τσέπης, το οποίο έβγαζε κάθε λίγα λεπτά. Αρχικά, πουδράριζε τη μύτη του. Ένα λεπτό αργότερα την επανεξέταζε και έβγαζε την πούδρα. Στη συνέχεια, εξέταζε τους πόρους στη μύτη του για να δει αν μεγαλώνουν αλλά και για να μπορέσει να εντοπίσει τον πόρο ακριβώς τη στιγμή της ανάπτυξης και εξέλιξής του. Στη συνέχεια,  έβαζε και πάλι πούδρα στη μύτη του, έβαζε το καθρεφτάκι στην τσέπη και ένα λεπτό αργότερα άρχιζε την όλη διαδικασία από την αρχή. Η ζωή του είχε επικεντρωθεί στο μικρό καθρεφτάκι που είχε στην τσέπη του, και η τύχη του εξαρτιόταν κάθε φορά από το τι θα του αποκάλυπτε ή επρόκειτο να του αποκαλύψει» (3). 

Η υπηρέτρια που υποδεχόταν τους ασθενείς στο ιατρείο της Brunswick τον φοβόταν γιατί, όπως ανέφερε: «Πάντα την προσπερνούσε τόσο βιαστικά, τρέχοντας κυριολεκτικά σαν τρελός προς το μεγάλο καθρέφτη του χώρου υποδοχής. Δεν καθόταν να περιμένει όπως οι άλλοι ασθενείς μέχρι να τον δεχτεί στο γραφείο της. Περπατούσε ασταμάτητα πάνω κάτω στο μικρό χολ, βγάζοντας έξω το καθρεφτάκι του και εξετάζοντας τη μύτη του από αυτή τη μεριά, κι από την άλλη… Σε αυτή την κατάσταση βρισκόταν όταν ξεκίνησε την ανάλυσή του» (3).


Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (1, 3b, 6, 7, 8, 7)

Η ιστορική συνέχεια της καταγραφής και κατάταξης της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας σημειώνεται στο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, DSM). Η Δυσμορφοφοβία αναφέρεται για πρώτη φορά στο DSM III, το 1980, ως ένα παράδειγμα μιας άτυπης «Σωματόμορφης Διαταραχής» χωρίς διαγνωστικά κριτήρια.

Ο όρος Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας (Body Dysmorphic Disorder, BDD) αναφέρεται διαγνωστικά στο DSM III-R, το 1987, στην κατηγορία των Σωματόμορφων Διαταραχών (Somatoform Disorders) (έτσι αναφέρεται και σε όλες τις επόμενες εκδόσεις εκτός από την τελευταία (2013), το DSM 5) που αφορά διαταραχές των οποίων κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η εκδήλωση σωματικών συμπτωμάτων χωρίς όμως να εντοπίζεται κάποια οργανική αιτιότητα. Μόνο στην τελευταία έκδοση του DSM 5 (2013) η Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας κατατάσσεται πλέον στην κατηγορία των Ιδεοψυχαναγκαστικών Διαταραχών (Obsessive Compulsive and Related Disorders), γεγονός το οποίο συμπίπτει με τα νεώτερα ερευνητικά δεδομένα και αποδίδει πλέον έμφαση στο κύριο χαρακτηριστικό της που είναι οι έμμονες σκέψεις και οι ψυχαναγκαστικές πράξεις. 

Ο Daniel Lucas Conceicao Costa et al. (8) αναφέρει το 2012 σε σχετική ερευνητική εργασία: «Παρά το γεγονός ότι η Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας κατατάσσεται στο DSM-IV-TR[2] ως μια Σωματόμορφη Διαταραχή (κυρίως λόγω της εστίασής της σε σωματικές ανησυχίες), πολλοί ερευνητές προτείνουν ότι πρόκειται περισσότερο για μια διαταραχή του ιδεοψυχαναγκαστικού φάσματος καθώς παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις Ιδεοψυχαναγκαστικές Διαταραχές… Παρουσιάζει μεν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως διαταραχή, παρόλα αυτά οι σκέψεις και οι εμμονές που την χαρακτηρίζουν είναι το ίδιο διεισδυτικές, επαναλαμβανόμενες, βασανιστικές αλλά και δύσκολο να τις ελέγξει ή να αντισταθεί κανείς σε αυτές όπως είναι και οι εμμονές στην περίπτωση των Ιδεοψυχαναγκαστικών Διαταραχών. Επιπροσθέτως, οι εμμονές συνοδεύονται από άγχος και συχνά τις ακολουθούν και τελετουργικές πράξεις, όπως είναι το κοίταγμα στον καθρέφτη, το καμουφλάζ, οι συνεχείς ερωτήσεις στους άλλους για επιβεβαίωση, το ψυχαναγκαστικό πείραγμα/ τράβηγμα του δέρματος (skin picking), οι οποίες μοιάζουν πολύ με τις ψυχαναγκαστικές και τελετουργικές πράξεις των Ιδεοψυχαναγκαστικών Διαταραχών. 

Επίσης, η ενασχόληση και η ανησυχία για τυχόν ασυμμετρίες σε διάφορες περιοχές του σώματος, η τελειομανία και η τάση αποφυγής παρατηρούνται και στις δύο κατηγορίες διαταραχών. Επιπροσθέτως, και οι δύο κατηγορίες εμφανίζουν ένα πρόωρο μέσο όρο ηλικίας εκδήλωσης των συμπτωμάτων, τάση για χρονιότητα και παρόμοια ποσοστά εκδήλωσης σε άντρες και γυναίκες… Από την άλλη μεριά, τα άτομα που εκδηλώνουν συμπτώματα της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας είναι περισσότερο πεπεισμένα, συγκριτικά με τους ασθενείς που εκδηλώνουν συμπτώματα Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής, ότι η οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις τους (για παράδειγμα, «είμαι άσχημος και παραμορφωμένος») είναι σωστές και επακριβείς, και ότι και οι άλλοι συμφωνούν μαζί τους και δεν μπορούν με κανένα τρόπο να σκεφτούν ότι η πεποίθησή τους δεν είναι λογική ή, ακόμη περισσότερο, ότι μπορεί να σχετίζεται με μια ψυχική διαταραχή» (8).

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην τελευταία έκδοση του DSM 5 (2013) (1) συμπεριλαμβάνεται για πρώτη φορά η διαγνωστική ερώτηση επεξήγησης και προσδιορισμού της διορατικότητας σχετικά με τη Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας. Με άλλα λόγια, είναι πολύ σημαντικό, διαγνωστικά και θεραπευτικά, το κατά πόσο το άτομο αναγνωρίζει ότι οι σκέψεις του σχετικά με το συγκεκριμένο σημείο της εμφάνισής του μπορεί και να μην είναι αληθείς, ανεξάρτητα αν ο ίδιος δεν μπορεί να απαλλαγεί από το άγχος και την ανησυχία του γι’ αυτές, ή αν πιστεύει ακράδαντα (παραισθήσεις/ ψευδαισθήσεις) ότι έτσι είναι η κατάσταση στην πραγματικότητα και τίποτα δεν μπορεί να μετακινήσει την άποψή του.


Τι βλέπω στον καθρέφτη; (2)

Πώς μπορούμε λοιπόν να εξηγήσουμε τα συμπτώματα των ατόμων με Διαταραχή Σωματικής Δυσμορφίας, ή, αν μπορούμε να το θέσουμε πιο απλά, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι τα άτομα αυτά ουσιαστικά «βλέπουν» τον εαυτό τους με έναν άλλο τρόπο από αυτόν που υποδεικνύει ο καθρέφτης της πραγματικότητας; Η εξήγηση αυτής της παραμόρφωσης οφείλεται βέβαια σε ασυνείδητες διεργασίες και το ασυνείδητο, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε από τα όνειρα κλπ., διαθέτει την ικανότητα της «παραμόρφωσης» και «διαστρέβλωσης» προκειμένου το άτομο να μην συνειδητοποιήσει το περιεχόμενό του και βιώσει έντονο άγχος. Σύμφωνα με αυτά λοιπόν, η παραμορφωμένη εικόνα σώματος των ατόμων που εκδηλώνουν συμπτώματα της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας οφείλεται σε ενδοψυχική σύγκρουση που έχει απωθηθεί και «παραμορφωθεί» αλλά  εκδηλώνεται στο συνειδητό κομμάτι του ατόμου μέσα από την εικόνα σώματος. 

Η Alessandra Lemma (10) αναφέρει ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε βασικά στοιχεία του τρόπου με τον οποίο αναπτυσσόμαστε και πόσο βασικές είναι οι πρώτες επαφές που έχουμε με τους άλλους μέσα από τις αισθήσεις του σώματος και με το άτομο που μας φροντίζει (συνήθως είναι η μητέρα), αν θέλουμε πραγματικά να κατανοήσουμε το μίσος που υποκρύπτεται σε αυτή την παραμορφωμένη εικόνα.


Ο σωματικός εαυτός (10)

Από τη στιγμή της γέννησής μας η πρώτη επαφή που έχουμε με το άτομο που μας φροντίζει και το περιβάλλον γύρω μας είναι μέσα από το σώμα και τις αισθήσεις που μας προκαλεί. Το χάδι, οι ήχοι, ο τρόπος που ο φροντιστής χειρίζεται και αντιμετωπίζει το βρέφος προσδίδουν σε αυτό ευχάριστες ή, αντίστοιχα, δυσάρεστες αισθήσεις και, επομένως, εικόνες για τον εαυτό του. Όπως ανέφερε και ο Φρόιντ, ο «εαυτός» είναι καταρχήν ένας σωματικός εαυτός. Δηλαδή, αποκτούμε την αίσθηση του «εαυτού» και ότι «υπάρχουμε» αποκτώντας αρχικά την αίσθηση του σώματος. Η διαδικασία αυτή, όπως προαναφέρθηκε, πραγματοποιείται μέσα από την αλληλεπίδραση με το άτομο που μας φροντίζει: με το βλέμμα του και με το αν πραγματικά μας κοιτά και μας διαπερνά για να αισθανθούμε ότι υπάρχουμε, με τον τρόπο που μας αγγίζει και την εικόνα που αποτυπώνεται σε εμάς, χωρίς καμία άλλη επεξεργασία, για το τι είμαστε εμείς. Το βλέμμα και οι αισθήσεις αυτές αποτελούν τη βάση στην οποία χτίζεται η εικόνα για τον εαυτό μας αλλά και η αυτοεκτίμησή μας.

Υπάρχουν όμως διάφορα σημεία στα οποία κάτι μπορεί να μην πάει καλά σε αυτή τη διαδικασία ή να επιδράσει αρνητικά. Η Alessandra Lemma (10) αναφέρει ότι στα άτομα που εκδηλώνουν έντονη δυσαρέσκεια με κάποιο σημείο του σώματός τους έχει παρατηρηθεί:


Ο καθρέφτης μιας κατεύθυνσης (10)

Το βλέμμα της μητέρας και η αλληλεπίδρασή της μπορεί να βιώνεται από το βρέφος σαν ένας «λευκός/ κενός τοίχος», ή σαν ένας καθρέφτης μιας κατεύθυνσης. Το βλέμμα της είναι αδιαπέραστο και το βρέφος δεν μπορεί να «λάβει» κάποια ανατροφοδότηση για τον εαυτό του, βιώνοντας μεγάλη αβεβαιότητα και άγχος. Η Lemma (10) αναφέρει ότι τα άτομα που βιώνουν αυτή την αβεβαιότητα αποκτούν την τάση να ελέγχουν το σώμα τους προκειμένου να αποκτήσουν αυτήν την πολυπόθητη σιγουριά και βεβαιότητα. Μπορεί να επιδιώξουν να αλλάξουν, για παράδειγμα, τη μύτη τους με την ελπίδα ότι αυτή η νέα μύτη θα τους προσφέρει την αίσθηση «ύπαρξης» και εσωτερικής σιγουριάς που τόσο τους έχει λείψει και οι άλλοι θα τους κοιτούν πια με ένα βλέμμα που θα τους αγγίζει και θα τους διαπερνά ψυχικά.


Ο παραμορφωτικός καθρέφτης (10)

Σε αυτή την περίπτωση, η μητέρα μπορεί ασυνείδητα να προβάλλει προσωπικά συναισθήματα θυμού και επιθετικότητας (περιπτώσεις επιλόχειας κατάθλιψης κ.ά.) στο βρέφος. Σε αυτή την περίπτωση, το βρέφος εσωτερικεύει μια βαθιά αίσθηση ασχήμιας και μίσους για τον εαυτό του,  που αργότερα θεωρεί ότι αφορά το σώμα του αλλά στην ουσία αποτελεί μια εσωτερική ψυχική κατάσταση. Τα άτομα αυτά είναι πιο πιθανό να κάνουν μια πλαστική χειρουργική επέμβαση, συχνά μάλιστα επαναλαμβανόμενα, ως μια επίθεση προς τον εαυτό τους, παρόμοια με αυτή που έχουν βιώσει σε ψυχικό επίπεδο… 

Η Veale (12) αναφέρει ότι στο 50% αυτών των περιπτώσεων επεμβάσεων πλαστικής χειρουργικής η έμμονη σκέψη μεταφέρεται μετά την επέμβαση σε ένα άλλο σημείο του σώματος. Επίσης, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο θυμός και η επιθετικότητα μπορεί να μεταφέρονται με τεράστιο μένος και στο πρόσωπο του πλαστικού χειρουργού ο οποίος είναι αυτός τώρα που δεν «μεταμορφώνει» τον πάσχοντα για να νιώσει αποδοχή και ομορφιά για τον εαυτό του. Με άλλα λόγια, στο ασυνείδητο του πάσχοντα το ρόλο της «κακής μητέρας» παίρνει τώρα ο θεράπων ιατρός. 


-Ο καθρέφτης «εσύ είσαι εγώ»(10)

Σε αυτή την περίπτωση, η μητέρα είναι ναρκισσιστικά απορροφημένη με τον εαυτό της και, αφενός δεν μπορεί να «δει» το βρέφος, αφετέρου του μεταφέρει μια έντονη ενασχόληση με το σώμα του και με το αν αυτό είναι ωραίο και πώς φαίνεται προς τα έξω και πώς μπορεί να γίνει πιο ωραίο για να το θαυμάζουν οι άλλοι. Τα άτομα αυτά μπορεί να μην βιώνουν όλη αυτή την κατάσταση ως «ασχήμια» αλλά, περισσότερο, ως μια αίσθηση ανικανοποίητου με το σώμα τους και, το κυριότερο, ότι το σώμα τους «δεν τους ανήκει». Σε αυτή την περίπτωση κατά το τέλος της εφηβείας, μπορεί να αρχίσουν να επιζητούν να κάνουν μια πλαστική επέμβαση, τις περισσότερες φορές με την παρότρυνση της μητέρας, σε μια προσπάθεια συμμόρφωσης αλλά και ικανοποίησης ή εφησυχασμού της μητέρας παρά των ίδιων.


Μυϊκή Δυσμορφία

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφέρουμε και την περίπτωση της Μυϊκής Δυσμορφίας που αποτελεί μια μορφή της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας και παρατηρείται κατά πλειοψηφία σε άντρες. Στη Μυϊκή Δυσμορφία το άτομο ανησυχεί περισσότερο για το αν οι σωματικές του διαστάσεις και ο σωματικός του όγκος είναι ελλιπείς (με άλλα λόγια, αν φαίνεται μικρόσωμος) ή αν το σώμα του δεν είναι αρκετά μυώδες . Να σημειωθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το άτομο έχει ένα φυσιολογικό σώμα ή, ακόμη, και ένα αρκετά μυώδες σώμα.

Ο James E. Leone et al. (13) αναφέρει ότι η σχέση των αντρών με την εικόνα σώματος και με συμπεριφορές που σχετίζονται με αυτή, όπως, για παράδειγμα, η υπέρμετρη άσκηση και εκγύμναση σε σημείο επιβλαβών συμπεριφορών, π.χ. χρήση αναβολικών, κακή διατροφή κλπ., δεν έχει μελετηθεί εκτεταμένα συγκριτικά με αντίστοιχες έρευνες που αφορούν γυναίκες. Πάντως, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ακόμη και ο μικρός αριθμός ερευνών που έχει γίνει υποδεικνύει ότι οι άντρες που είναι δυσαρεστημένοι με την εικόνα του σώματός τους επιζητούν να πάρουν βάρος για να φαίνονται πιο μεγαλόσωμοι και μυώδεις (με άλλα λόγια, μυϊκό βάρος και όχι λίπος). Για το λόγο αυτό και η περίπτωση της Μυϊκής Δυσμορφίας είχε αρχικά ονομαστεί «ανεστραμμένη νευρική ανορεξία» (reverse anorexia nervosa).

Στην περίπτωση της Μυϊκής Δυσμορφίας ο άντρας ανησυχεί για το αν φαίνεται μικρόσωμος και αποφεύγει την έκθεση, για παράδειγμα, στην παραλία, σε πισίνες, σε αποδυτήρια κ.α. Σε περίπτωση που η έκθεση δεν μπορεί να αποφευχθεί, βιώνει έντονο άγχος και δυσφορία. Ασκείται σε ψυχαναγκαστικό βαθμό και σημαντικό ποσοστό κάνει επίσης εκτεταμένη χρήση αναβολικών και άλλων ουσιών θέτοντας σε ρίσκο τη σωματική αλλά και ψυχική τους υγεία. Το μεγαλύτερο ποσοστό αναφέρει σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή, έντονη ψυχική δυσφορία και σημαντικές δυσκολίες σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας.

Συνοψίζοντας σχετικά με τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στον αντρικό πληθυσμό είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να αναφερθεί και η περίπτωση του Συνδρόμου της Μικροφαλλίας (16), της περίπτωσης δηλαδή που ο άντρας εστιάζει το σημείο «ασχήμιας» και ανησυχίας του στο μέγεθος του γεννητικού του οργάνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πολυάριθμες ιατρικές εξετάσεις και διαβεβαιώσεις ιατρών και ειδικών δεν τον πείθουν, ίσως μόνο εντελώς προσωρινά, ότι όλα είναι «φυσιολογικά». Παρατηρούνται συμπεριφορές όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, δηλαδή, διαρκής αυτοπαρατήρηση και εξέταση, κοίταγμα στον καθρέφτη, μέτρημα κλπ. που μπορεί προσωρινά να τον εφησυχάζουν αλλά, αμέσως μετά, το άγχος εκκινεί και πάλι εντονότερο δημιουργώντας μια επώδυνη καθημερινότητα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να καταφύγει σε χρήση ουσιών ή και την πραγματοποίηση χειρουργικών επεμβάσεων με επιβλαβείς συνέπειες για την υγεία του.


Επίλογος

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της Διαταραχής Σωματικής Δυσμορφίας είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι σε θεραπευτικό επίπεδο η ανησυχία και το άγχος του πάσχοντα αποτελούν μια ψυχική πραγματικότητα και είναι σημαντικό ο ψυχοθεραπευτής να μπορέσει να «δει» με τα μάτια του ασθενή και όχι με τα μάτια της ρεαλιστικής πραγματικότητας. Εάν μπορέσει να το κάνει αυτό τότε θα μπορέσει να «δει» και να νιώσει το ψυχικό υπόβαθρο που κρύβεται πίσω από τις εμμονές και το έντονο άγχος και να παρατηρήσει τι ακριβώς έχει βιώσει ο ασθενής σε ψυχικό επίπεδο και νιώθει τόση «ασχήμια» για τον εαυτό του. «Συνομιλώντας» με τον «άσχημο» και «αποκρουστικό» εαυτό του ασθενή κατά τη θεραπευτική διαδικασία παρέχεται ένα πρώτο στάδιο ανακούφισης ότι κάποιος, για πρώτη φορά, «βλέπει» πού ακριβώς πονά ψυχικά και αυτό είναι ένα πρώτο σημαντικό βήμα ανακούφισης και ανοίγματος επικοινωνίας. 

Για το λόγο αυτό, συμβουλές σε πρακτικό επίπεδο, επιβεβαίωση σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση αλλά και διάφοροι τρόποι που δίνουν λύσεις σε επίπεδο ομορφιάς και εμφάνισης ή ακόμη και επεμβάσεις σε σωματικό επίπεδο κατά βάθος «εξοργίζουν» και οδηγούν σε απόγνωση τον ασθενή που νιώθει ότι κανείς «δεν τον βλέπει» πραγματικά και ούτε πρόκειται ποτέ «να δει» το πρόβλημά του και το πόσο υποφέρει γι’ αυτό. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι τα άτομα αυτά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε τέτοιες επιλογές αισθητικής παρέμβασης, ιδιαίτερα, μάλιστα, στη σύγχρονη ναρκισσιστική πραγματικότητα της έμφασης στην ομορφιά και τη νεότητα και σε όλα αυτά τα προϊόντα ομορφιάς που προβάλλονται ως απόλυτες λύσεις στο ανθρώπινο πρόβλημα.

Όπως αναφέρει ο Joyce McDougall, «το σώμα δεν ομιλεί κάποια γλώσσα που γνωρίζουμε, αλλά μπορεί, κάποιες φορές, να παρέχει ένα σημαντικό πλαίσιο επικοινωνίας των ψυχικών καταστάσεων και σκηνών του εσωτερικού θεάτρου που διαδραματίζεται μέσα στην ψυχή μας» (15). Ας το ακούσουμε λοιπόν… με μεγάλη προσοχή…


Βιβλιογραφία

1.     DSM 5, Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders. The American Psychiatric Association, Washington, DC, 2013. 

2. Phillips K. (2005). The broken mirror. Understanding and Treating Body Dysmorphic Disorder. Oxford: Oxford UP.

3. History of Body Dysmorphic Disorder (http://bddfoundation.org/resources/history-of-bdd/), Body Dysmorphic Disorder Foundation.

4. Veale D. (2000): Outcome of cosmetic surgery and ‘DIY’ surgery in patients with body dysmorphic disorder. Psychiatric Bull, 24:218–21.

5. Ines Kollei, Stefan Brunhoeber, Elisabeth Rauh, Martina de Zwaan & Alexandra Martin (2012): Body image, emotions and thought control strategies in body dysmorphic disorder compared to eating disorders and healthy controls. Journal of Psychosomatic Research, 72, 321-327.

6. Andrea S.Hartmann, Jennifer J.Thomas, Anne C.Wilson, SabineWilhelm (2013): Insight impairment in body image disorders: Delusionality and overvalued ideas in anorexia nervosa versus body dysmorphic disorder. Psychiatry Research, 210, 1129-1135.

7. Joshua I. Hrabosky, Thomas F. Cash, David Veale, Fugen Neziroglu, Elizabeth A. Soll, David M. Garner, Melissa Strachan-Kinser, Bette Bakke, Laura J. Clauss, Katharine A. Phillips (2009):    Multidimensional body image comparisons among patients with eating disorders, body dysmorphic disorder, and clinical controls: A multisite study. Body Image, 6, 155-163.

8. Daniel Lucas Conceicao Costa, M.D., Melissa Chagas Assuncao, M.D., Ygor Arzeno Ferrao, M.D., Ph.D., 
Luciana Archetti Conrado, M.D., Ph.D., Christina Hajaj Gonzalez, M.D., Ph.D.,
Leonardo Franklin Fontenelle, M.D., Ph.D., Victor Fossaluza, Ph.D.,
Eurıpedes Constantino Miguel, M.D. Ph.D., Albina Rodrigues Torres, M.D., Ph.D., & Roseli Gedanke Shavitt, M.D., Ph.D. (2012): Body Dysmorphic Disorder in Patients with Obsessive-Compulsive Disorder: Prevalence and Clinical Correlates. Depression and Anxiety, 29:966–975.

9. Katharine A. Phillips, M.D., Anthony Pinto, Ph.D., William Menard, B.A., Jane L. Eisen, M.D., Maria Mancebo, Ph.D., and Steven A. Rasmussen, M.D. (2007):  Obsessive-Compulsive Disorder versus Body Dysmorphic Disorder: Α comparison study of two possibly related disorders. Depression and Anxiety, 24:399–409.

10. Alessandra Lemma (2009): Being seen or being watched? A psychoanalytic perspective on body dysmorphia.
International Journal of Psychoanalysis, 90:753–771.

11. A. S. Bjornsson, E. R. Didie, K. A. Phillips (2010): Body Dysmorphic Disorder. Dialogues in Clinical Neuroscience, 12(2), 221-232.

12. Phillips K., McElroy S., Keck P., Pope H., Hudson J. (1993): Body dysmorphic disorder: Thirty cases of imagined ugliness. American Journal of Psychiatry, 150:302-8.

13. James E. Leone, Kimberly A. Wise, Elizabeth M. Mullin, William Harmon, Nicole Moreno, and Jennifer Drewniany (2014): The Effects of Pubertal Timing and Alexithymia on Symptoms of Muscle Dysmorphia and the Drive for Muscularity in Men. Psychology of Men & Masculinity, March 24.

14. Roberto Olivardia, Harrison G. Pope, Jr., James I. Hudson (2000): Muscle Dysmorphia in Male Weightlifters: A Case-Control Study. American Journal of Psychiatry, 157:1291–1296. 

15. McDougall J. (1989): Theatres of the body. London: Free Association Books.

16. Ειρήνη Τζελέπη (2009): Μικροφαλλία: Ψυχολογικά αίτια. http://psychologynet.gr/article.php?item=80

17. Fugen Neziroglu, Sony Khemlani-Patel (2003): Therapeutic Approaches to Body Dysmorphic Disorder. Brief Treatment and Crisis Intervention, 3:307-322. 

18. John Steiner (2011): Seeing and Being Seen: Emerging from a Psychic Retreat. The New Library of Psychoanalysis, Routledge, London.

19. Alessandra Lemma (2010): Under the Skin: A Psychoanalytic Study of Body Modification. Routledge, London.

20. Canice E. Crerand, Martin E. Franklin, David B. Sarwer (2006): Body Dysmorphic Disorder and Cosmetic Surgery. Plastic and Reconstructive Surgery, Vol. 118, Number 7, 167-180.

21. Christina Lambrou, David Veale, and Glenn Wilson (2011): The Role of Aesthetic Sensitivity in Body Dysmorphic Disorder. Journal of Abnormal Psychology, Vol. 120, No. 2, 443-453.

22. Elizabeth R. Didie, Tracy Kuniega-Pietrzak, Katharine A. Phillips (2010): Body image in patients with body dysmorphic disorder: Evaluations of and investment in appearance, health/illness, and fitness. Body Image, 7, 66-69.

23. Ulrike Buhlmann, Bethany A. Teachman, Eva Naumann, Tobias Fehlinger, Winfried Rief (2009): The meaning of beauty: Implicit and explicit self-esteem and attractiveness beliefs in body dysmorphic disorder. Journal of Anxiety Disorders, 23, 694-702.

24. Andrea S.Hartmann, Jennifer J.Thomas, Anne C.Wilson, SabineWilhelm (2013): Insight impairment in body image disorders: Delusionality and overvalued ideas in anorexia nervosa versus body dysmorphic disorder. Psychiatry Research, 210, 1129-1135. 

25. Katharina Schieber, InesKollei, MartinadeZwaan, Astrid Müller Alexandra Martin (2013): Personality traits as vulnerability factors in body dysmorphic disorder. Psychiatry Research, 210, 242-246. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου