Το Σύμπαν δεν είναι τοπικά πραγματικό όπως απέδειξαν οι φετινοί νικητές του Νόμπελ Φυσικής

Μία από τις ανακαλύψεις του τελευταίου μισού αιώνα που αναστάτωσαν περισσότερο τον κόσμο της επιστήμης, είναι ότι το σύμπαν δεν είναι τοπικά πραγματικό. 




Με το «πραγματικό», να σημαίνει ότι τα αντικείμενα έχουν συγκεκριμένες ιδιότητες ανεξάρτητες από την παρατήρηση (ένα μήλο μπορεί να είναι κόκκινο ακόμα και όταν δεν το κοιτάζει κανείς), και το «τοπικό» να σημαίνει ότι τα αντικείμενα μπορούν να επηρεαστούν μόνο από το περιβάλλον τους και πως οποιαδήποτε επίδραση δεν μπορεί να ταξιδέψει ταχύτερα από το φως. Έρευνες στις παρυφές της κβαντικής φυσικής έχουν βρει ότι δεν μπορούν να είναι και τα δύο αληθινά. Αντιθέτως, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα αντικείμενα δεν επηρεάζονται αποκλειστικά από το περιβάλλον τους και ότι μπορεί επίσης να μην έχουν συγκεκριμένες ιδιότητες πριν από τη μέτρηση. Κάτι σαν την διάσημη ερώτηση αμφισβήτησης που έθεσε ο Albert Einstein στον φίλο του Abraham Pais, «Πιστεύεις πραγματικά ότι το φεγγάρι δεν είναι εκεί όταν δεν το κοιτάς;»

Αυτό, βέβαια, έρχεται σε αντίθεση με την καθημερινή εμπειρία. Για να παραφράσουμε τον Douglas Adams, η κατάρρευση του τοπικού ρεαλισμού έχει θυμώσει πολύ κόσμο και έχει ευρέως θεωρηθεί ως κακή κίνηση.

Το “φταίξιμο” για αυτό το επίτευγμα πέφτει τώρα στις πλάτες τριών φυσικών: του John Clauser, του Alain Aspect και του Anton Zeilinger, οι οποίοι μοιράστηκαν το Νόμπελ Φυσικής του 2022 «για πειράματα με εναγκαλισμένα (ή διεμπλεγμένα) φωτόνια, αποδεικνύοντας την παραβίαση των ανισοτήτων Bell και πρωτοπορώντας στην επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας.» (Οι “ανισότητες Bell” αφορούν στο πρωτοποριακό έργο του βορειοϊρλανδού φυσικού John Stewart Bell, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έθεσε τα θεμέλια για το φετινό Νόμπελ Φυσικής.) Οι συνάδελφοι τους συμφωνούν  στο ότι η τριάδα άξιζε αυτή την διάκριση για την ανατροπή της πραγματικότητας όπως την ξέρουμε. «Είναι φανταστικά νέα. Και καθυστέρησαν κατά πολύ», λέει ο Sandu Popescu, κβαντικός φυσικός στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. «Χωρίς καμία αμφιβολία, αξίζουν στο ακέραιο αυτό το έπαθλο.»

«Τα πειράματα, ξεκινώντας από το πρώτο του Clauser και προχωρώντας, δείχνουν ότι όλο αυτό δεν είναι απλώς κάτι φιλοσοφικό, είναι πραγματικό – και όπως όλα τα πραγματικά, είναι δυνητικά χρήσιμο», λέει ο Charles Bennett, διαπρεπής κβαντικός ερευνητής στην IBM.

«Κάθε χρόνο σκεφτόμουν, «Α, ίσως φέτος είναι η χρονιά», λέει ο David Kaiser, φυσικός και ιστορικός στο Massachusetts Institute of Technology (MIT). «Φέτος, ήταν πραγματικά η χρονιά. Ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό – και πολύ συναρπαστικό.»

Οι βραβευθέντες με το Νόμπελ Φυσικής 2022: Alain Aspect, John F Clauser και Anton Zeilinger.
(CC BY-SA Royal Society; CC BY-SA John Clauser; CC BY-SA Austrian Academy of Sciences)



Το ταξίδι των quantum foundations (του πεδίου που ασχολείται με την κατανόηση των πλέον αντιδιαισθητικών θεμάτων της κβαντικής θεωρίας), από το περιθώριο ως την αποδοχή ήταν μακρύ. Από το 1940 περίπου μέχρι και το 1990, το θέμα αντιμετωπίζονταν συχνά ως φιλοσοφία -στην καλύτερη περίπτωση- και ως παλαβομάρες στην χειρότερη. Πολλά επιστημονικά περιοδικά αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν quantum foundations εργασίες και ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς ακαδημαϊκή θέση επάνω σε τέτοιες έρευνες. Το 1985, ο σύμβουλος του Popescu τον προειδοποίησε να μην εκπονήσει διδακτορικό επάνω στο συγκεκριμένο στο θέμα. «Είπε “κοίτα, αν το κάνεις αυτό, θα διασκεδάσεις για πέντε χρόνια και μετά θα μείνεις άνεργος”», λέει ο ίδιος.

Σήμερα, η επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας αποτελεί ένα από τα πιο ζωντανά και εντυπωσιακά υποπεδία της φυσικής. Συνδέει τη γενική θεωρία της σχετικότητας του Einstein με την κβαντική μηχανική μέσω της -μυστηριώδους ακόμα- συμπεριφοράς των μελανών οπών. Υπαγορεύει τον σχεδιασμό και την λειτουργία των κβαντικών αισθητήρων, οι οποίοι χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για τη μελέτη όλων σχεδόν των φαινομένων, από τους σεισμούς μέχρι την σκοτεινή ύλη. Και διευκρινίζει την -συχνά δημιουργό σύγχυσης- φύση της κβαντικής διεμπλοκής, ένα κομβικό φαινόμενο για τη σύγχρονη επιστήμη των υλικών και τους κβαντικούς υπολογιστές.

«Τι είναι αυτό που καθιστά έναν κβαντικό υπολογιστή “κβαντικό”;» αναρωτιέται ρητορικά η Nicole Yunger Halpern, φυσικός του National Institute of Standards and Technology. «Μια από τις πιο δημοφιλείς απαντήσεις είναι η διεμπλοκή, και ο κύριος λόγος για τον οποίο κατανοούμε τη διεμπλοκή είναι το μεγαλειώδες έργο του Bell και και των τριών επιστημόνων που βραβεύθηκαν με το Νόμπελ. Χωρίς αυτή την κατανόηση της διεμπλοκής, πιθανότατα δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε στους κβαντικούς υπολογιστές.»


Για ποιον χτυπά η (Bell) καμπάνα

Το πρόβλημα με την κβαντική μηχανική ποτέ δεν ήταν ότι αυτή έκανε λάθος προβλέψεις – στην πραγματικότητα, η θεωρία περιέγραψε τον μικρόκοσμο εξαιρετικά καλά από την αρχή, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα που οι φυσικοί την επινόησαν.

Η διαφωνία του Einstein, του Boris Podolsky και του Nathan Rosen -στην εμβληματική τους δημοσίευση του 1935- αφορούσε τις άβολες για την πραγματικότητα συνέπειες της θεωρίας. Η ανάλυσή τους, γνωστή ως EPR από τα αρχικά τους, επικεντρώθηκε σε ένα πείραμα σκέψης που είχε σκοπό να απεικονίσει τον παραλογισμό της κβαντικής μηχανικής· να δείξει ότι η θεωρία μπορεί να καταρρεύσει κάτω από ορισμένες συνθήκες – ή τουλάχιστον να δώσει παράλογα αποτελέσματα που έρχονται σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο γνωρίζουμε για την πραγματικότητα. Μια απλοποιημένη και εκσυγχρονισμένη έκδοση του EPR πηγαίνει κάπως έτσι: Μία πηγή εκπέμπει ζεύγη σωματιδίων προς διαφορετικές κατευθύνσεις, με στόχο δύο παρατηρητές που βρίσκονται στα αντίθετα άκρα του ηλιακού συστήματος, την Alice και τον Bob. Η κβαντομηχανική υπαγορεύει πως είναι αδύνατο να γνωρίζουμε το σπιν (ιδιοστροφορμή), μια κβαντική ιδιότητα των σωματιδίων, πριν από τη μέτρηση. Όταν η Alice μετράει ένα από τα σωματίδια της, βρίσκει το σπιν του να είναι είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Τα αποτελέσματά της είναι τυχαία, και όμως, όταν αυτή μετράει ένα σπιν προς τα πάνω, γνωρίζει αμέσως ότι το σπιν του αντίστοιχου σωματιδίου του Bob πρέπει να είναι προς τα κάτω. Με μια πρώτη ματιά, αυτό δεν φαίνεται και τόσο περίεργο. ίσως το ζευγάρι των σωματιδίων να μοιάζει με ένα ζευγάρι κάλτσες – αν στην Alice τύχει η δεξιά κάλτσα, τότε ο Bob πρέπει να έχει την αριστερή.

Στην κβαντομηχανική, όμως, τα σωματίδια δεν συμπεριφέρονται όπως οι κάλτσες, καθώς το σπιν τους παίρνει την τιμή πάνω ή κάτω μόνο αφού αυτά μετρηθούν, και όχι προηγουμένως. Αυτό αποτελεί και τον βασικό γρίφο του EPR: Εάν τα σωματίδια της Alice δεν έχουν συγκεκριμένο σπιν μέχρι τη μέτρηση, πώς τότε όταν περνούν δίπλα από τον Ποσειδώνα ξέρουν τι θα κάνουν τα σωματίδια του Bob καθώς πετούν προς την άλλη κατεύθυνση του ηλιακού συστήματος; Κάθε φορά που κάνει μία μέτρηση η Alice, ρωτά το σωματίδιο της για το τι θα δει ο Bob αν ρίξει ένα νόμισμα: πάνω ή κάτω; Η πιθανότητα να κάνουμε σωστή πρόβλεψη, για 200 ​​μόνο φορές στη σειρά, είναι 1 στις 1060 – αριθμός μεγαλύτερος από όλα τα άτομα του ηλιακού συστήματος. Ωστόσο, παρά τα δισεκατομμύρια χιλιόμετρα που χωρίζουν τα ζεύγη σωματιδίων, η κβαντομηχανική λέει ότι τα σωματίδια της Alice μπορούν να συνεχίσουν να προβλέπουν σωστά, σαν να ήταν τηλεπαθητικά συνδεδεμένα με τα σωματίδια του Bob.

Παρά το ότι προορίζετο να αποκαλύψει τις ατέλειες της κβαντικής μηχανικής, τα αποτελέσματα των διεξαγωγών του πειράματος σκέψης EPR στον πραγματικό κόσμο ενισχύουν τις πιο συγκλονιστικές αρχές της θεωρίας. Στην κβαντομηχανική, η φύση δεν είναι τοπικά πραγματική – τα σωματίδια στερούνται ιδιοτήτων, όπως σπιν προς τα πάνω ή προς τα κάτω πριν από τη μέτρηση και, φαινομενικά, μιλάνε μεταξύ τους ανεξαρτήτως αποστάσεως.

Οι φυσικοί που έβλεπαν με σκεπτικισμό την κβαντική μηχανική πρότειναν πως υπάρχουν “κρυμμένες μεταβλητές”, παράγοντες που βρίσκονται σε κάποιο αδιόρατο επίπεδο πραγματικότητας, κάτω από το υποατομικό βασίλειο, οι οποίοι περιλαμβάνουν πληροφορίες για τη μελλοντική κατάσταση ενός σωματιδίου. Ήλπιζαν πως με τις θεωρίες κρυφών μεταβλητών, η φύση θα μπορούσε να ανακτήσει τον τοπικό ρεαλισμό που της αρνήθηκε η κβαντική μηχανική.

«Θα περίμενε κανείς, τα επιχειρήματα των Einstein, Podolsky και Rosen να προκαλέσουν επανάσταση εκείνη τη στιγμή, και να αρχίσουν όλοι να εργάζονται επάνω στις κρυφές μεταβλητές», λέει ο Popescu.

Ωστόσο, η “επίθεση” του Einstein στην κβαντική μηχανική, δεν τράβηξε την προσοχή των φυσικών, οι οποίοι σε γενικές γραμμές αποδέχθηκαν την κβαντική μηχανική ως έχει. Αυτό συχνά αφορούσε λιγότερο μία τεκμηριωμένη αποδοχή της μη τοπικής πραγματικότητας και περισσότερο την επιθυμία να μην σκεφτόμαστε πάρα πολύ όταν κάνουμε φυσική – έναν στρουθοκαμηλισμό, ο οποίος συνοψίστηκε αργότερα από τον φυσικό David Mermin ως απαίτηση για «σκάσε και κάνε υπολογισμούς.»

Η έλλειψη ενδιαφέροντος οφείλεται εν μέρει στο ότι ο John von Neumann, ένας ιδιαίτερα αναγνωρισμένος επιστήμονας, είχε δημοσιεύσει το 1932 μια μαθηματική απόδειξη που απέκλειε τις θεωρίες κρυφών μεταβλητών. (Η απόδειξη του von Neumann διαψεύστηκε τρία μόλις χρόνια αργότερα από μια νεαρή μαθηματικό, την Grete Hermann, αλλά δεν φάνηκε να το προσέχει κανείς εκείνη την εποχή.)

Το πρόβλημα της κβαντικής μηχανικής για τον μη τοπικό ρεαλισμό θα παρέμενε σε εφησυχαστικό λήθαργο για άλλες τρεις δεκαετίες έως ότου να τον διαλύσει αποφασιστικά ο Bell. Από την αρχή της καριέρας του, ο Bell ένιωθε ενοχλημένος από την κβαντική ορθοδοξία και συμπαθούσε τις θεωρίες των κρυφών μεταβλητών. Η έμπνευση του ήρθε το 1952, όταν έμαθε για μια βιώσιμη μη τοπική ερμηνεία κρυφών μεταβλητών της κβαντικής μηχανικής, που επινόησε ο συνάδελφός του φυσικός David Bohm – κάτι που ο von Neumann είχε ισχυριστεί πως ήταν αδύνατο. Ο Bell συνέχισε να ασχολείται με αυτές τις ιδέες για χρόνια, παράλληλα με την κύρια εργασία του ως σωματιδιακός φυσικός στο CERN.

Το 1964, ο Bell ανακάλυψε εκ νέου τα ελαττώματα της απόδειξης του von Neumann που είχε εντοπίσει η Hermann. Και ύστερα, σε έναν θρίαμβο σχολαστικής σκέψης, ο Μπελ επινόησε ένα θεώρημα το οποίο τράβηξε το ερώτημα των κρυφών μεταβλητών, από το μεταφυσικό του τέλμα, στο στέρεο έδαφος του πειράματος.

Κανονικά, οι θεωρίες κρυφών μεταβλητών και η κβαντομηχανική προβλέπουν πειραματικά αποτελέσματα τα οποία δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Αυτό που συνειδητοποίησε ο Bell είναι ότι κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να προκύψει μια εμπειρική ασυμφωνία μεταξύ των δύο. Στην ομώνυμη δοκιμή Bell (μία εξέλιξη του πειράματος σκέψης EPR), η Alice και ο Bob λαμβάνουν τα ίδια σωματίδια, όμως τώρα ο καθένας διαθέτει δύο διαφορετικές ρυθμίσεις ανιχνευτή (A και a, B και b). Αυτές οι ρυθμίσεις ανιχνευτή επιτρέπουν στην Alice και τον Bob να κάνουν διαφορετικές ερωτήσεις στα σωματίδια· ένα επιπλέον κόλπο για να ξεφορτωθούν τη φαινομενική τηλεπάθειά τους. Στις τοπικές θεωρίες κρυφών μεταβλητών, όπου η κατάστασή τους είναι προκαθορισμένη και τίποτα δεν τα συνδέει, τα σωματίδια δεν μπορούν να ξεγελάσουν αυτό το επιπλέον βήμα και δεν μπορούν να πετυχαίνουν πάντα την τέλεια συσχέτιση, στην οποία η Alice βρίσκει ότι το σπιν είναι προς τα κάτω όταν το σπιν του Bob είναι προς τα πάνω (και το αντίστροφο). Στην κβαντική μηχανική, όμως, τα σωματίδια παραμένουν συνδεδεμένα· πολύ πιο συσχετισμένα από ό,τι θα μπορούσαν να είναι ποτέ στις τοπικές θεωρίες κρυφών μεταβλητών. Είναι, με μια λέξη, εναγκαλισμένα.

Επομένως, οι πολλαπλές μετρήσεις της συσχέτισης για πολλά ζεύγη σωματιδίων θα μπορούσαν να αποδείξουν ποια θεωρία είναι η σωστή. Εάν η συσχέτιση παρέμενε κάτω από ένα όριο, το οποίο προέρχεται από το θεώρημα του Bell, αυτό θα υποδήλωνε ότι οι κρυφές μεταβλητές είναι πραγματικές· αν ξεπερνούσε το όριο του Bell, θα σήμαινε πως οι συγκλονιστικές αρχές της κβαντικής μηχανικής κυριαρχούν. Και όμως, παρά τις δυνατότητές του να βοηθήσει στον προσδιορισμό της ίδιας της φύσης της πραγματικότητας, το θεώρημα του Bell αφού δημοσιεύτηκε σε ένα σχετικά άγνωστο περιοδικό, παρέμεινε για χρόνια απαρατήρητο.


Η (Bell) καμπάνα χτυπά για σένα

Το 1967, ο John Clauser, μεταπτυχιακός φοιτητής τότε στο Columbia University, έπεσε τυχαία πάνω σε ένα αντίγραφο της δημοσίευσης του Bell και ενθουσιάστηκε από το ενδεχόμενο να μπορέσει αποδείξει ότι οι θεωρίες κρυφών μεταβλητών είναι σωστές. Ο Clauser έγραψε στον Bell δύο χρόνια αργότερα, ρωτώντας τον εάν υπήρχε κάποιος που να είχε πραγματοποιήσει, όντως, το τεστ. Η επιστολή του Clauser αποτέλεσε ένα από τα πρώτα σχόλια που έλαβε ο Bell.


John Stewart Bell (1928–1990), ο βορειοϊρλανδός φυσικός, το έργο του οποίου πυροδότησε μια ήσυχη επανάσταση στην κβαντική φυσική. Credit: Peter Menzel/Science Source


Με την ενθάρρυνση του Bell, πέντε χρόνια αργότερα ο Clauser και ο μεταπτυχιακός του φοιτητής Stuart Freedman πραγματοποίησαν το πρώτο τεστ Bell. Ο Clauser είχε εξασφαλίσει άδεια από τους επιβλέποντές του, αλλά δεν είχε καταφέρει πολλά όσον αφορά το κεφάλαιο, οπότε έγινε -όπως είπε σε μια μεταγενέστερη συνέντευξή του- έμπειρος στις “καταδύσεις σκουπιδιών” ώστε να εξασφαλίσει εξοπλισμό – τμήματα του οποίου, στην συνέχεια, ο ίδιος και ο Freedman χρειάστηκε να ενώσουν με κολλητική ταινία. Στη διάταξη του Clauser -μια συσκευή σε μέγεθος καγιάκ που απαιτούσε προσεκτικό χειροκίνητο συντονισμό- ζεύγη φωτονίων στάλθηκαν σε αντίθετες κατευθύνσεις, προς ανιχνευτές που μπορούσαν να μετρήσουν την κατάστασή ή την πόλωση τους.

Δυστυχώς για τον Clauser και τον ενθουσιασμό του για τις κρυφές μεταβλητές, όταν ο ίδιος και ο Freedman ολοκλήρωσαν την ανάλυσή τους, δεν μπορούσαν παρά να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είχαν βρει ισχυρά στοιχεία εναντίον τους. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν ελάχιστα οριστικό, λόγω των διάφορων «παραθύρων» που υπήρχαν στο πείραμα, τα οποία θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην επιρροή των κρυφών μεταβλητών να ξεγλιστρήσει απαρατήρητη. Το πιο ανησυχητικό από τα παραθυράκια, ήταν αυτό της θέσης: εάν η πηγή φωτονίων ή οι ανιχνευτές μπορούσαν να μοιραστούν με κάποιο τρόπο πληροφορίες (κάτι που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, ιδίως εντός μίας διάταξης σε μέγεθος καγιάκ), τότε τα αποτελέσματα για τις συσχετίσεις που μετρήθηκαν θα εξακολουθούσαν να μπορούν να προκύψουν από κρυφές μεταβλητές. Όπως το θέτει εύστοχα ο Kaiser, αν η Alice ενημερώσει με tweet τον Bob σε ποια ρύθμιση ανιχνευτή βρίσκεται, τότε αυτή η παρέμβαση καθιστά αδύνατο τον αποκλεισμό των κρυφών μεταβλητών.

Το κλείσιμο του “παραθύρου” της θέσης, πιο εύκολα λέγεται παρά γίνεται. Η ρύθμιση του ανιχνευτή πρέπει να αλλάξει γρήγορα, όσο τα φωτόνια βρίσκονται σε κίνηση – εν προκειμένω το “γρήγορα” σημαίνει ελάχιστα νανοδευτερόλεπτα. Το 1976 ο Alain Aspect ένας νεαρός Γάλλος ειδικός στην οπτική, πρότεινε έναν τρόπο για την επίτευξη αυτής της εξαιρετικά γρήγορης αλλαγής. Τα πειραματικά αποτελέσματα της ομάδας του, που δημοσιεύθηκαν το 1982 , δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ενισχύσουν τα αποτελέσματα του Clauser: οι τοπικές κρυφές μεταβλητές έμοιαζαν εξαιρετικά απίθανες. «Ίσως η Φύση να μην είναι τόσο περίεργη όσο η κβαντομηχανική», έγραψε ο Bell ως απάντηση στα αρχικά αποτελέσματα του Aspect. «Αλλά η κατάσταση, όσον αφορά στα πειράματα, δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική από αυτή την άποψη».

Παρέμεναν ωστόσο και άλλα παραθυράκια – δυστυχώς ο Bell πέθανε το 1990 χωρίς να δει το κλείσιμό τους. Ακόμα, όμως, και το πείραμα του Aspect δεν είχε αποκλείσει πλήρως τις τοπικές επιδράσεις, καθώς έλαβε χώρα μέσα σε μία πολύ μικρή απόσταση. Όμοια με πριν -όπως είχε συνειδητοποιήσει ο Clauser, αλλά και άλλοι- εάν η Alice και ο Bob δεν έχουν εξασφαλίσει πως αυτά που ανιχνεύουν αποτελούν ένα αμερόληπτο αντιπροσωπευτικό δείγμα σωματιδίων, θα μπορούσαν να καταλήξουν σε λάθος συμπεράσματα.

Κανείς δεν έσπευσε να κλείσει αυτά τα κενά με περισσότερη όρεξη από τον Anton Zeilinger, έναν φιλόδοξο Αυστριακό φυσικό. Το 1998, αυτός και η ομάδα του βελτίωσαν την προηγούμενη δουλειά του Aspect πραγματοποιώντας μια δοκιμή Bell σε μια άνευ προηγουμένου -για την εποχή- απόσταση, σχεδόν μισού χιλιομέτρου. Η εποχή των προφητειών για την μη τοπικότητα της πραγματικότητας, από πειράματα μεγέθους καγιάκ, είχε φτάσει στο τέλος της. Τελικά, το 2013, η ομάδα του Zeilinger έκανε το επόμενο λογικό βήμα, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα πολλαπλά “παραθυράκια”.

«Στην πραγματικότητα, πριν από την κβαντομηχανική, με ενδιέφερε η μηχανική. Μου αρέσει να χτίζω πράγματα με τα χέρια μου», λέει η Marissa Giustina, κβαντική ερευνήτρια στη Google που συνεργάστηκε με τον Zeilinger. «Εκ των υστέρων, ένα πείραμα Bell χωρίς “παραθυράκια” αποτελεί ένα τεράστιο εγχείρημα μηχανικής συστημάτων». Μια από τις απαιτήσεις για τη δημιουργία ενός πειράματος που κλείνει πολλαπλά “παραθυράκια” ήταν η εύρεση μιας απόλυτα ευθείας, μη κατειλημμένης/χρησιμοποιούμενης σήραγγας μήκους 60 μέτρων, με πρόσβαση σε καλώδια οπτικών ινών. Όπως αποδείχτηκε, το μπουντρούμι του Hofburg palace της Βιέννης ήταν ιδανικό – αν εξαιρέσουμε το ότι ήταν γεμάτο από την σκόνη ενός αιώνα. Τα αποτελέσματά τους, που δημοσιεύθηκαν το 2015, συνέπεσαν με αυτά παρόμοιων δοκιμών, από δύο άλλες ομάδες, που επίσης επιβεβαίωσαν την ισχύ της κβαντικής μηχανικής.


Το τεστ του Bell φτάνει στα άστρα

Είχε μείνει ένα τελευταίο μεγάλο “παραθυράκι” που έπρεπε να κλείσει, ή τουλάχιστον να περιοριστεί. Οποιαδήποτε προηγούμενη φυσική σύνδεση μεταξύ των στοιχείων του πειράματος, ανεξάρτητα από το πόσο μακρινή στο παρελθόν, είναι σε θέση να επηρεάσει την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων ενός τεστ Bell. Αν η Alice, πριν αναχωρήσει με ένα διαστημόπλοιο, σφίξει το χέρι του Bob, τότε αυτοί οι δύο μοιράζονται ένα παρελθόν. Είναι φαινομενικά απίθανο μια τοπική θεωρία κρυφών μεταβλητών να αξιοποιεί αυτά τα κενά, εξακολουθεί όμως να είναι δυνατό.

Το 2017, μια ομάδα που περιελάμβανε τους Kaiser και Zeilinger, πραγματοποίησε ένα κοσμικό τεστ Bell. Χρησιμοποιώντας τηλεσκόπια από τις Κανάριες Νήσους, η ομάδα έλαβε τις τυχαίες αποφάσεις της, για τις ρυθμίσεις των ανιχνευτών, από αστέρια που βρίσκονται αρκετά μακριά μεταξύ τους, τόσο ώστε το φως από το ένα να μην φτάνει στο άλλο για εκατοντάδες χρόνια, διασφαλίζοντας έτσι ένα κενό αιώνων στο κοινό κοσμικό παρελθόν τους. Η κβαντική μηχανική θριάμβευσε ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση.

Μία από τις κύριες δυσκολίες σχετικά με την εξήγηση της σπουδαιότητας των τεστ Bell στο κοινό -καθώς και στους σκεπτικιστές φυσικούς- αποτελεί η αντίληψη ότι η ακρίβεια της κβαντικής μηχανικής θα ήταν δεδομένη εξαρχής. Στο κάτω-κάτω, οι ερευνητές έχουν μετρήσει πολλές βασικές πτυχές της κβαντικής μηχανικής με ακρίβεια μεγαλύτερη από 10 μέρη στο δισεκατομμύριο. «Δεν ήθελα να εργαστώ επάνω σε αυτό. Σκεφτόμουν: “Έλα τώρα, αυτό είναι παλιά φυσική. Όλοι γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί», λέει η Giustina. Όμως, η ακρίβεια της κβαντικής μηχανικής δεν ήταν σε θέση να αποκλείσει την πιθανότητα τοπικών κρυφών μεταβλητών· μόνο τα τεστ Bell μπορούσαν να το κάνουν αυτό.

«Αυτό που τράβηξε κάθε έναν από τους παραλήπτες του Νόμπελ στο θέμα, όπως τράβηξε και τον ίδιο τον Τζον Μπελ στο θέμα, ήταν [η ερώτηση], “Μπορεί ο κόσμος να λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο;”» λέει ο Κάιζερ. «Και πώς μπορούμε να το γνωρίζουμε με σιγουριά;» Τα τεστ Bell επιτρέπουν στους φυσικούς να αφαιρέσουν την προκατάληψη των ανθρωποκεντρικών κρίσεων από την εξίσωση· απαλείφοντας από το έργο τους τα μέρη της ανθρώπινης γνώσης που αποστρέφονται την πιθανότητα για μία παράξενη και ανεξήγητη διεμπλοκή ή που χλευάζουν τις θεωρίες των κρυφών μεταβλητών ως άνευ νοήματος συζητήσεις. Το βραβείο μπορεί -δικαίως- να τιμά τους Clauser, Aspect και Zeilinger, όμως αποτελεί επίσης δικαίωση για όλους τους ερευνητές που δεν ήταν ικανοποιημένοι με τις επιφανειακές εξηγήσεις σχετικά με την κβαντική μηχανική, και συνέχισαν να θέτουν τις ερωτήσεις τους ακόμη και όταν δεν ήταν δημοφιλές να κάνεις κάτι τέτοιο.

«Τα τεστ Bell», καταλήγει η Giustina, «αποτελούν έναν πολύ χρήσιμο τρόπο να δεις την πραγματικότητα.»


Πηγές: 1, 2


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου